Σελίδες

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Η πρακτική εκπαίδευση / εξάσκηση 
των μελλοντικών ψυχολόγων



Νίκου Αγαθοκλέους 
κλινικού ψυχολόγου Α'

ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΞΑΣΚΗΣΗ


Παραθέτουμε κάποιες σκέψεις για το πλαίσιο και άλλα συναφή θέματα, που αφορούν στην πρακτική εκπαίδευση των μελλοντικών ψυχολόγων,
με αφορμή την κλινική πρακτική εξάσκηση των φοιτητών κλινικής ψυχολογίας (διδακτορικό επίπεδο)του Πανεπιστημίου Κύπρου, πρακτική η οποία ξεκίνησε να  προσφέρεται, το 2010, από τους κλινικούς ψυχολόγους τού Τμήματος των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας

Σε ό,τι αφορά στην εκπαίδευση των ψυχολόγων [φοιτητών], ο ψυχολόγος αναφοράς [επαγγελματίας ψυχολόγος] διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Η αντιμετώπιση των επί τόπου πραγματικοτήτων, της επί τόπου (in situ) κλινικής  πραγματικότητας, προϋποθέτει μια εποπτική εργασία μέσα από παρεμβάσεις βασισμένες στην ανταλλαγή, τη συνοδεία και μια εξαιρετική ευρύτητα πνεύματος (Lefèvre F., 2009).

Το επάγγελμα του κλινικού ψυχολόγου είναι όλος διόλου διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα που αφορά την υγεία (Castro, 2002), και επομένως απαιτεί μια ιδιότυπη εκπαίδευση, που μόνο η πρακτική εξάσκηση με ένα ΄΄κλινικό ψυχολόγο αναφοράς΄΄ μπορεί να του την προσφέρει (Lefèvre, ό.π.).
Το να έχετε την ανάγκη να φοράτε καπέλο, αυτό είναι αφύσικο...

Δε χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η εκπαίδευση των μελλοντικών ψυχολόγων είναι πολύπλοκη. Αυτή η πολυπλοκότητα, μεταξύ άλλων, έγκειται στην «έλλειψη δεσμών ανάμεσα στους διδάσκοντες πανεπιστημιακούς και των επαγγελματιών ψυχολόγων» (Samacher, 1999).

Θέτουμε ορισμένα ερωτήματα :
Τι είναι αυτό που συμβάλλει στο να γίνει ένας φοιτητής ψυχολογίας ψυχολόγος; 

Τι είδους εφόδια απαιτούνται από αυτόν να κατέχει, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία; 
Με ποιον τρόπο ο φοιτητής, μέλλον ψυχολόγος, θα μπορούσε να εξελιχθεί, αλλά και να τοποθετείται σε μια εν εξελίξει κοινωνία; (Lefèvre, ό.π.)

Προκύπτει λοιπόν το εξής ερώτημα : 

Από τον διδάσκοντα πανεπιστημιακό, από τον επαγγελματία ψυχολόγο αναφοράς μέχρι το φοιτητή μέλλοντα ψυχολόγο, ποια δύναται να είναι η εκπαίδευση (Lefèvre, ό.π.);  Ποιο θα ήταν επομένως αυτό το πλαίσιο, που θα μπορούσε να συμβάλει αποτελεσματικά στην εκπαίδευση του μέλλοντα ψυχολόγου; Δεν είναι εξ άλλου ένας από τους στόχους της πρακτικής εξάσκησης να φέρει σε αντιπαράθεση τον φοιτητή με την επί τόπου «κλινική πραγματικότητα, να συμβάλει στην απο-εξιδανίκευση τής ΄΄γνώσης΄΄,  αλλά, επίσης, να τον φέρει αντιμέτωπο με τις ΄΄παραστάσεις΄΄», που έχει για το επάγγελμα του κλινικού ψυχολόγου και των χώρων  απ’ όπου προσφέρονται οι κλινικές ψυχολογικές υπηρεσίες, έτσι ώστε να «συλλάβει το επάγγελμα του κλινικού ψυχολόγου όπως είναι στην πραγματικότητα;» (Lefèvre, ό.π.).

Κάποιες διευκρινίσεις σε ό,τι αφορά στους όρους :
Εποπτικός  [ο ρόλος του επαγγελματία ψυχολόγου είναι εποπτικός], με την ευρεία έννοια,  αναφέρεται σε αυτόν «που εξυπηρετεί την αντίληψη παρέχοντας άμεσα ερεθίσματα, ώστε να είναι δυνατή η επί τόπου παρατήρηση» (Μπαμπινιώτης, 2006) και 

ο όρος αναφοράς [επαγγελματίας ψυχολόγος αναφοράς], παραπέμπει σε ένα
«χρήσιμο πρόσωπο για γενικότερη πληροφόρηση…ή και για ειδική πληροφόρηση…, από το οποίο αντλεί ο χρήστης συγκεκριμένες πληροφορίες»  (ό.π.). 

Ενώ ο επαγγελματίας ψυχολόγος ως σημείο αναφοράς, αναφέρεται σε «οτιδήποτε θεωρείται δεδομένο και κριτήριο για τον καθορισμό ομοειδών προς αυτό στοιχείων· πρόσωπο ή πράγμα στο οποίο αναφέρονται όλοι» (ό.π.), όρο τον οποίο δεν υιοθετούμε.

Έτσι, οι πλέον δόκιμοι όροι θα μπορούσαν να ήταν  ο επαγγελματίας ψυχολόγος αναφοράς και ο εποπτικός, δηλαδή θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο  ρόλος  τού επαγγελματία ψυχολόγου είναι εποπτικός και

όχι ο ΄΄επόπτης επαγγελματίας ψυχολόγος΄΄ ή απλά ΄΄επόπτης΄΄, όρος που αναφέρεται σε «ιεραρχικά ανώτερο» πρόσωπο ή «αρμόδιο» με μια πρώτη έννοια και με μια δεύτερη έννοια αναφέρεται σε «πρόσωπο το οποίο έχει την ευθύνη και τον έλεγχο τής σωστής και νόμιμης λειτουργίας…» (ό.π.) για οτιδήποτε (θεσμούς, πρόσωπα, κ.λπ.), όρος που θέτει κατά τινά τρόπο υπό αμφισβήτηση την αυτονομία τού φοιτητή. 

Από την άλλη μεριά, ο όρος επαγγελματίας ψυχολόγος αναφοράς συνάδει πολύ περισσότερο με τον επαγγελματισμό του κλινικού ψυχολόγου, όρος ο οποίος προβάλλει ήδη την ιδέα μιας μορφής ανταλλαγής, μειώνει την ανισότητα, έστω κι αν αυτή εκ των πραγμάτων παραμένει, θέτοντας σε κινητικότητα την αναγνώριση και κάποια μορφή αμοιβαίας υπευθυνότητας.

Συνοδεία (ακομπανιαμέντο)
Η μοναδικότητα τής εμπειρίας την οποία βιώνει ο εκπαιδευόμενος φοιτητής, με τον  «παππού»  ή «γιαγιά»  κλινικό ψυχολόγο αναφοράς, «τον βοηθά στη νοηματοδότηση για ό,τι απηχεί μέσα του σχετικά με την ιδέα, ότι και αυτός, με τη σειρά του θα γίνει ψυχολόγος». Του επιτρέπει η εμπειρία αυτή να θέσει και να απαντήσει στο ερώτημα: 

«Τι είναι αυτό που συμβάλει σε αυτή την κλινική κατάσταση, σε αυτό το χώρο, ώστε εγώ να κατέχω μια θέση ψυχολόγου;» (Lefèvre, ό.π.).

Ανταλλαγή
Μέσα από την εποπτική εργασία ο κλινικός ψυχολόγος αναφοράς ΔΕΝ λειτουργεί ως «δάσκαλος», ο οποίος υποτίθεται ότι γνωρίζει τα πάντα, για το τι οφείλει να πράττει ένας εκπαιδευόμενος φοιτητής στην ψυχολογία, καθώς επίσης και πώς οφείλει να συμπεριφέρεται για να γίνει κλινικός ψυχολόγος, αλλά και σε καμία περίπτωση παρεμβαίνει στην προσωπικότητα του φοιτητή ή της φοιτήτριας ψυχολογίας.

Αυτή η ανταλλαγή συμβάλλει στην εξύψωση των εκπαιδευόμενων ψυχολόγων και στη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής εικόνας τού επαγγέλματος τού κλινικού ψυχολόγου.

Μια σημαντική παράμετρος σε ό,τι αφορά στην ανταλλαγή των δύο «πρωταγωνιστών», βρίσκεται στον Κώδικα Δεοντολογίας των Ψυχολόγων, ο οποίος ως θεμελιώδες «σημείο αναφοράς» είναι σε θέση να οριοθετήσει και να δώσει πολλαπλά ερεθίσματα για ανταλλαγή με τον κλινικό ψυχολόγο αναφοράς, όπως αυτά κινητοποιούνται μέσα από την κλινική εμπειρία τού εκπαιδευόμενου κλινικού ψυχολόγου, αλλά και μέσα από την έκθεσή του στον ίδιο τον θεσμό (νοσοκομείο, ψυχιατρική κλινική, κέντρα συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης κ.λπ), αλλά και με άλλους επαγγελματίες.

Συμπεράσματα
·       Οι ασκούμενοι κλινικοί ψυχολόγοι θα πρέπει να πληρώνονται εφόσον θα εργάζονται.

·       Προτιμούμε τον όρο «κλινικός ψυχολόγος αναφοράς», διότι συνάδει καλύτερα με τον επαγγελματισμό του κλινικού ψυχολόγου.

·       Απαιτείται η νομική κατοχύρωση ενός κώδικα δεοντολογίας των ψυχολόγων. Μπορεί να συσταθεί μια επιτροπή ανάμεσα σε διδάσκοντες / ερευνητές ψυχολόγους,  κλινικούς ψυχολόγους τού Τμήματος, σχολικούς ψυχολόγους και επαγγελματικούς συνδέσμους ψυχολόγων για συντονισμό και προώθηση αυτού του ζητήματος.

·       Σε συνάρτηση με την έλλειψη δεσμών ανάμεσα στο τμήμα ψυχολογίας του πανεπιστημίου Κύπρου και τους κλινικούς ψυχολόγους αναφοράς τού τμήματος κλινικής ψυχολογίας των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας.,  «αν επιθυμεί το πανεπιστήμιο να εκπαιδεύσει τους φοιτητές του, θα όφειλε να επιτρέψει στους κλινικούς ψυχολόγους αναφοράς να συμβάλουν στην αρχική [προπτυχιακή] εκπαίδευση [των φοιτητών ψυχολογίας], πέραν της συμμετοχής των κλινικών ψυχολόγων αναφοράς με τους πανεπιστημιακούς στην επιλογή των φοιτητών για πρακτική εξάσκηση» (Lefèvre, ό.π.).