Σελίδες

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

45 ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ (MOBBING) ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ HEINZ LEYMANN




ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΟΗΘΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ[1]

Οι πανεπιστημιακές έρευνες που αφορούν στις επιστήμες της ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, ψυχιατρικής… αποδεικνύουν ότι, σε αυτό τον τομέα, υπάρχουν σχήματα συμπεριφορών που αναγνωρίζονται εύκολα. Ως εκ τούτου, οι κακές συμπεριφορές είναι προβλέψιμες. Οι διώκτες τίποτε δεν έχουν ανακαλύψει. Ακολουθούν ένα σενάριο, του οποίου δεν είναι οι εφευρέτες, αλλά οι σκηνοθέτες.

45 ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ/ ΤΟΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ/ ΤΟ “MOBBING

Ο Σουηδός Heinz LEYMANN (1932-1999), κοινωνιολόγος και ψυχοκοινωνιολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, επεξεργάστηκε κατάλογο 45 πρακτικών που συνιστούν τον ψυχολογικό πόλεμο[2]. 

Αυτοί που ασκούν ψυχολογικό πόλεμο στους άλλους επιδιώκουν την επίτευξη  5 στόχων :

I.                Εμποδίζουν το θύμα να εκφραστεί
II.               Απομονώνουν το θύμα
III.             Περιφρονούν το θύμα
IV.              Υποτιμούν/ απαξιώνουν την εργασία του θύματος
V.                Θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική υγεία του θύματος

I. Εμποδίζουν το θύμα να εκφραστεί

1. Ο ιεραρχικά ανώτερος αρνείται στο θύμα τη δυνατότητα να εκφραστεί.
2. Το θύμα, όταν παίρνει τον λόγο, διακόπτεται κατ’ επανάληψη.
3. Οι συνάδελφοι του τον εμποδίζουν να μιλήσει.
4. Οι συνάδελφοί του φωνάζουν,  τον επικρίνουν.
5. Επικρίνουν την δουλειά του θύματος.
6. Επικρίνουν την ιδιωτική ζωή του θύματος.
7. Τρομοκρατούν το θύμα τηλεφωνώντας του κατ’ επανάληψη.
8. Απειλούν με λόγια το θύμα.
9. Απειλούν γραπτώς το θύμα.
10. Αρνούνται την επαφή με το θύμα (αποφυγή βλεμματικής επαφής, χειρονομούν με τρόπο που εκδηλώνουν την απόρριψή του, κ.λπ….).
11. Αγνοούν την παρουσία του, για παράδειγμα, απευθύνονται αποκλειστικά σε τρίτους.

II. Απομονώνουν το θύμα

12.. Δεν του μιλούν πλέον.
13. Δεν καταδέχονται πλέον το θύμα να τους μιλά.
14. Τοποθετούν το θύμα σε θέσεις εργασίας, ώστε να το απομακρύνουν και το απομονώνουν από τους υπόλοιπους συναδέλφους του.
15. Απαγορεύουν στους συναδέλφους του να του απευθύνουν τον λόγο.
16. Κάνουν, όπως που να μην είναι παρών το θύμα.

III. Περιφρονούν το θύμα ενώπιο των συναδέλφων του

17. Κακολογούν το θύμα ή το συκοφαντούν.
18. Διαδίδουν αστήρικτες φήμες που αφορούν το θύμα.
19. Κοροϊδεύουν, ειρωνεύονται και χλευάζουν το θύμα.
20. Ισχυρίζονται ότι το θύμα υποφέρει από ψυχική ασθένεια.
21. Επιχειρούν να εξαναγκάσουν το θύμα να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση.
22. Γελοιοποιούν μια αναπηρία, από την οποία υποτίθεται ότι το θύμα έχει προσβληθεί.
23. Μιμούνται το βάδισμα, τη φωνή, τις χειρονομίες του θύματος για να το γελοιοποιήσουν ακόμη περισσότερο.
24. Επιτίθενται στις πολιτικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις
25. Κοροϊδεύουν και ειρωνεύονται την ιδιωτική του ζωή.
26. Κοροϊδεύουν την καταγωγή του.
27. Εξαναγκάζουν το θύμα να εκτελεί ταπεινωτικές εργασίες.
28. Αξιολογούν και βαθμολογούν την εργασία του θύματος με τρόπο άδικο (αντιπαθή, τιμωρητικό, απεχθή, μισητό, μεροληπτικό, αδικαιολόγητο, κ.λπ…) και με όρους κακοήθεις/ μοχθηρούς.
29. Αμφισβητούν και ενίστανται των αποφάσεων του θύματος.
30. Υβρίζουν το θύμα με αισχρά και χυδαία λόγια.
31. Παρενοχλούν σεξουαλικά το θύμα με χειρονομίες και λόγια.

IV. Υποτιμούν/ απαξιώνουν την εργασία του θύματος

32. Δεν του αναθέτουν πλέον καμία εργασία.
33. Εμποδίζουν το θύμα να αναλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία και φροντίζουν, ώστε να μην μπορεί από μόνος του να βρίσκει και να κάνει καμία εργασία, και έτσι να μην απασχολείται.
34. Εξαναγκάζουν το θύμα να αναλαμβάνει εργασίες που είναι παντελώς αχρείαστες ή και παράλογες.
35. Απαιτούν από το θύμα να αναλαμβάνει συνεχώς νέες εργασίες.
36. Του αναθέτουν εργασίες κατώτερες των ικανοτήτων του.
37. Απαιτούν από το θύμα να εκτελεί εξευτελιστικές εργασίες.
38. Αναθέτουν στο θύμα εργασίες που απαιτούν δεξιότητες πολύ μεγαλύτερες των ικανοτήτων του, ώστε να το δυσφημίσουν. 

V. θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του θύματος

39. Εξαναγκάζουν το θύμα να αναλαμβάνει επικίνδυνες εργασίες ή επιβλαβείς εργασίες για την υγεία του.
40. Απειλούν το θύμα για σωματική βία.
41. Επιτίθενται σωματικά στο θύμα τραυματίζοντάς το ελαφριά, «ως μέσω μιας προειδοποίησης».
42. Επιτίθενται σωματικά στο θύμα, με μένος.
43. Δημιουργούν οικιοθελώς στο θύμα έξοδα, με πρόθεση να το βλάψουν.
44. Προκαλούν ζημιές στην οικία του θύματος ή στον χώρο εργασίας του.
45. Κακοποιούν σεξουαλικά το θύμα.




[2] LEYMANN Heinz, «Mobbing and psychological terror at workplaces», Violence and victims, IV, 2, 1990.
LEYMANN Heinz, Mobbing, Rowolht Taschenbuch Verla, 1993.
LEYMANN Heinz, Mobbing. La persécution au travail, Seuil, 1998.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Ψυχολογικός πόλεμος/ ψυχολογική τρομοκρατία/ ψυχολογική παρενόχληση/ ψυχολογική κακοποίηση/ mobbing/ buillyning …, όλοι αυτοί οι όροι παραπέμπουν στο ίδιο φαινόμενο.

Μετάφραση και επιμέλεια : Νίκος  ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Μια ιδιόμορφη κλινική περίπτωση : από την ψυχολογική διερεύνηση, τη θεραπεία μέχρι το δικαστήριο ως θεράπων κλινικός ψυχολόγος




Κάποιες πρωταρχικές σημειώσεις για περαιτέρω ανάπτυξη στο μέλλον

 Νίκου Αγαθοκλέους*

Αφότου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες 4 διερευνητικές συναντήσεις κατά τις οποίες χορηγήθηκε και η ψυχοδιαγνωστική προβολική δοκιμασία Τ.Α.Τ.,   αυτό που προείχε αρχικά ήταν το θέμα της θεραπείας (ψυχολογικής υποστήριξης) της Χ. 

Σκοπός των τεσσάρων αυτών κλινικών συναντήσεων ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο η Χ. ήταν σε θέση να καταθέσει και να παρακολουθήσει τη δικαστική διαδικασία… 

Λόγω της ιδιομορφίας της περίπτωσης και επειδή έκρινα ότι αυτό που είχα διατυπώσει γραπτώς (και το οποίο εδόθη στις αστυνομικές Αρχές) σχετικά με τη Χ., σε καμία περίπτωση εμπόδιζε το ξεκίνημα μιας θεραπείας· έτσι και έγινε. Έκρινα λοιπόν ότι θα ήταν προς όφελός της, από τη στιγμή που διαπίστωσα ότι οι πρώτες αυτές διερευνητικές κλινικές συναντήσεις θα μπορούσαν να είχαν συνέχεια, όπου στίγματα εγκαθίδρυσης της εμπιστοσύνης άρχισαν να διαφαίνονται - γεγονός σπουδαίας σημασίας, ακόμη περισσότερο για αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, και θα ήταν μέγα σφάλμα διαχείρισης η διακοπή αυτής της θεραπευτικής διαδικασίας που είχε ήδη ξεκινήσει. Αυτό επέτρεψε, στη Χ., προοδευτικά, να εμπιστευθεί το κλινικό πλαίσιο και  να αναπτύξει μια θεραπευτική συμμαχία, πράγμα το οποίο είχε (απεγνωσμένα) απόλυτα ανάγκη, έστω και αν παρουσίαζε δυσκολίες να επενδύσει αρχικά σε μια θεραπεία· αυτό είναι αναμενόμενο, κυρίως στις περιπτώσεις κακοποιήσεων παιδιών. 

Το ζήτημα της εμπιστοσύνης της Χ. είχε διασαλευτεί προ πολλού απέναντι στους ανθρώπους, λόγω των κατά συρροή σωματικών, ψυχικών, σεξουαλικών κακοποιήσεων που υπέστη, από την ίδια την οικογένειά της και το στενό της οικογενειακό περιβάλλον, από την ηλικία των επτά έως είκοσι χρονών.

***

[Ό,τι, βρίσκεται εντός εισαγωγικών στο κείμενο που ακολουθεί, μέχρι τους επόμενους τρεις αστερίσκους,  είναι παρμένο από : Pierre Desjardins.  Pratique professionnelle. Distinctions entre le rôle d’expert psycholégal et celui de praticien/ Επαγγελματικές πρακτικές. Διαφοροποίηση ρόλου ανάμεσα στον ψυχοδικαστικό πραγματογνώμονα και τον θεράπων ψυχολόγο. Στο Psychologie Québec / Pratique professionnelle volume 26 / numéro 05 / septembre, 2009. Αυτό το άρθρο αναφέρεται στις εργασίες των Greenberg et Shuman, που δημοσιεύθηκαν το  1997]

Η παρέμβασή μου στο δικαστήριο εντασσόταν στο πλαίσιο του  θεράποντα κλινικού ψυχολόγου και όχι του ψυχοδικαστικού εμπειρογνώμονα. Συνεπώς, η εκεί παρέμβασή μου ήταν στο πλαίσιο του «μάρτυρα των γεγονότων», αυτών δηλαδή που εκδικάζει το δικαστήριο. Έτσι, «μεταφέρει ενώπιον του δικαστηρίου», ο θεράπων ψυχολόγος, «ό,τι γνωρίζει για τον ασθενή του, εφόσον έχει ενημερώσει τον τελευταίο για τις πιθανές επιπτώσεις μιας τέτοιας μαρτυρίας, μεταξύ άλλων τις επιπτώσεις επί της θεραπευτικής συμμαχίας».  «Οφείλει οπωσδήποτε να λάβει την συγκατάθεση του ασθενή του», πράγμα που έγινε στην περίπτωση τη δικιά μου,  «εφόσον αυτή η παρέμβαση του ψυχολόγου θα δημοσιοποιήσει εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τον ασθενή.»   « Έστω και αν έχει λάβει τη συγκατάθεση του ασθενή, οφείλει να διασφαλίσει ότι δε θα δημοσιοποιήσει πληροφορίες παρά μόνο εκείνες που θα συμβάλουν στη διαφώτιση του δικαστηρίου», πράγμα το οποίο είχα πράξει. Νοείται ότι η παρέμβαση του θεράποντα κλινικού ψυχολόγου στο δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο τον ασθενή του.

«Αυτές οι πληροφορίες θα σχετίζονται για παράδειγμα με τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, με στοιχεία που αφορούν το ιστορικό του (όπως τα έχει μεταφέρει ο ασθενής), με το ψυχολογικό διαγνωστικό, με την παρεχόμενη θεραπεία, με την ανταπόκριση του ασθενή στη θεραπεία, με το προγνωστικό τού ασθενή, με την ψυχική του διάθεση ή τα συναισθήματά του, με τις γνωστικές του ικανότητες, με τις συμπεριφορές του σε ιδιαίτερες στιγμές κατά τη θεραπεία, ή για την κάθε άποψη του ασθενή ή δήλωσή του που διατύπωνε κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια της θεραπείας του».

 «Ο θεραπευτής είναι ο καταλληλότερος σε ό,τι αφορά στις  γνώσεις που κατέχει για τον ασθενή του και ειδήμονας ως προς την αξιολόγηση και τη θεραπεία των δυσκολιών ή συμπτωμάτων που παρουσιάζει ο ασθενής του». Ως εκ τούτου […] «ο θεραπευτής θεωρείται υπό μία έννοια ‘‘εμπειρογνώμονας’’ του ασθενή του, εφόσον γνωρίζει εις βάθος τις δυσκολίες, τις οποίες αντιμετωπίζει […]» Τέλος, ας σημειωθεί ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους ρόλους του καθενός (ανάμεσα στον ψυχοδικαστικό πραγματογνώμονα και τον θεράπων ψυχολόγο) σε σχέση με την παρέμβασή τους, στο πλαίσιο του δικαστηρίου.

[Pierre Desjardins, 2009, Distinctions entre le rôle d’expert psycholégal et celui de praticien/ Διαφοροποίηση του ρόλου ανάμεσα στον ψυχοδικαστικό πραγματογνώμονα και τον θεράπων ψυχολόγο. Στο Psychologie Québec / Pratique professionnelle, volume 26 / numéro 05 / septembre, 2009. Αυτό το άρθρο αναφέρεται στις εργασίες των Greenberg et Shuman, που δημοσιεύθηκαν το  1997].


ΝΙΚΟΣ  ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ                                         

 Κλινικός Ψυχολόγος                                                                

Diplôme d’Études Supérieures Spécialisées. Psychologie clinique et pathologique (D.E.S.S., troisième cycle universitaire) | Ανώτατο Εξειδικευμένο Δίπλωμα στην Κλινική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία (3ος κύκλος σπουδών).

Licence & Maîtrise de Psychologie (deuxième cycle universitaire) | Πτυχίο & Μάστερ στην Ψυχολογία (2ος κύκλος σπουδών).

Psychologie Médicale (A.E.U. diplôme spécialisé en médecine) | Ιατρική Ψυχολογία (εξειδικευμένο δίπλωμα ιατρικής).

Médecine Légale Psychiatrique et Criminologie Clinique (A.E.U. diplôme spécialisé en médecine) | Δικανική Ψυχιατρική & Κλινική Εγκληματολογία (εξειδικευμένο δίπλωμα ιατρικής).

(Université Lumière Lyon 2, & Université de Médecine Claude Bernard Lyon 1,  France | Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών σπουδών Lumière Lyon 2, Λυών & Πανεπιστήμιο Ιατρικής Claude Bernard Lyon 1, Λυών, Γαλλία).


                                                                ***



Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ


ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΚΑΙ Η ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ



Παρουσίαση: Νίκος Αγαθοκλέους *

Παρουσιάστηκε από τον Νίκο Αγαθοκλέους στις 16 Νοεµβρίου 2017, στο Αµφιθέατρο Πανεπιστηµίου Νεάπολις Πάφου, στο πλαίσιο της παγκόσμιας ημέρας ψυχικής υγείας.    
         

Η εργασία αυτή βασίζεται στο άρθρο του J.C. VALETTE (Harcèlement psychologique au travail et santé mentale, στο Le journal des psychologues, no 183, 2000), με κάποιες προσθήκες και παραλλαγές.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Ψυχολογικός πόλεμος/ ψυχολογική τρομοκρατία/ ψυχολογική παρενόχληση/ ψυχολογική κακοποίηση/ mobbing/ buillyning…, όλοι αυτοί οι όροι παραπέμπουν στο ίδιο φαινόμενο.


Παρ’ ότι η διαδικασία της ψυχολογικής παρενόχλησης στην εργασία, ή το “mobbing  όπως οι αγγλοσάξονες το αποκαλούν, δεν κάνει χρήση της σωματικής βίας αλλά μιας ψυχολογικής  επιβολής επί ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, με στόχο την ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ, αυτό ΔΕ σημαίνει ότι είναι ολιγότερο βλαπτική για την ψυχική υγεία.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ανέκαθεν υπήρχαν άνθρωποι που επιχειρούσαν να μειώσουν, να χειραγωγήσουν και να μετατρέψουν τους άλλους ανθρώπους σε προσωπικούς τους υπηρέτες. Στις μέρες μας όμως, ο πολλαπλασιασμός των πράξεων αυτών, τόσο στο οικογενειακό όσο και στο εργασιακό περιβάλλον, αποτελεί δείκτη ατομικισμού, ο οποίος  κυριαρχεί στην κοινωνία μας. Όταν μια κοινωνία λειτουργεί βάσει του νόμου του ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΥ και του ΚΑΚΟΗΘΟΥΣ, είναι αναμενόμενη η έξαρση τέτοιων φαινομένων βίας. Όταν η «επιτυχία» είναι η κυριότερη αξία, η εντιμότητα εμφανίζεται ως αδυναμία και η διαστροφικότητα ως επιτυχία, και δυστυχώς, ως παράδειγμα προς μίμηση.......

Θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε:

1. Τι ορίζουμε ως ψυχολογική παρενόχληση στην εργασία.

2. Τα μέσα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ή να επινοήσουμε, ώστε να δράσουμε συλλογικά κατά της ψυχολογικής παρενόχλησης.

Θα διατυπώσουμε, επίσης, υποθέσεις, που θα μας επιτρέψουν να ορίσουμε τις αιτίες της ψυχολογικής παρενόχλησης.


Ι.  ΟΡΙΣΜΟΣ, ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ.

α.  ορισμος της ψυχολογικης κακοποιησης στην εργασια

Ψυχολογική παρενόχληση στην εργασία, σύμφωνα με την M. - F. HIRIGOYEN[1], είναι «η οποιαδήποτε πράξη (όπως, χειρονομία, λόγια, συμπεριφορά, στάση, νεύματα, υπονοούμενα κ.λπ.) που προσβάλλει, λόγω του επαναληπτικού της χαρακτήρα ή της σοβαρότητάς της (μπορεί να είναι και μια φορά μόνο), την αξιοπρέπεια ή την ψυχική ή σωματική ακεραιότητα ενός ή μιας εργαζόμενης.»

Συνεπώς, αν, για παράδειγμα, ένας προϊστάμενός μας, μας ζητά κατ’ εξακολούθηση, στις οκτώ το βράδυ να συντάξουμε μια έκθεση πενήντα σελίδων, για να την έχει έτοιμη την επαύριον, κάτι που είναι  πρακτικά ανέφικτο, αυτό αποτελεί ψυχολογική κακοποίηση.

Μια τέτοια πράξη (επιβαλλόμενη από τον προϊστάμενο στον υφιστάμενο) είναι δυνατό να προσβάλει την εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του, να το κάνει να νιώσει πίεση και να εισέλθει σε μια διαδικασία διάπραξης λαθών αλλά και απομόνωσης.

Πολλές φορές συμβαίνει, ο υφιστάμενος, να θεωρήσει μια τέτοια πρακτική ως κάτι το συνηθισμένο για μια τέτοιου είδους εργασία, και έτσι το  παραβλέπει υποκύπτοντας συχνά σε τέτοιου είδους εργασιακές απαιτήσεις. Ασυνείδητα, του στέλνεται το μήνυμα ότι είναι υποχρεωμένος να κάνει τέτοιου είδους εργασία, και ότι τυχόν αποτυχία εκπλήρωσής της, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη δική του αδυναμία. Η εμπλοκή ενός ανθρώπου σε τέτοιου είδους διαδικασίες, στις οποίες τον βάζουν κάποιοι άλλοι,  είναι δυνατό να οδηγήσει τον εργαζόμενο σε κατάθλιψη, να υποβάλει παραίτηση, ή ακόμη, να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία. Το βασικό χαρακτηριστικό μιας τέτοιας διαδικασίας είναι ότι πολλές φορές είναι αόρατη και δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτή από το θύμα.

Περιγραφές άλλωστε ασθενών, αλλά και εργαζομένων, για τις συνθήκες εργασίας τους, μαρτυρούν ότι υπέστησαν ψυχολογική παρενόχληση χωρίς να έχουν σε καμία περίπτωση συμβάλει με οποιοδήποτε τρόπο, σε όλα αυτά που τους συνέβαιναν. Στις πλείστες των περιπτώσεων,  εισέρχονται, σε τέτοιες καταστάσεις, εν αγνοία τους.

«Στην ψυχολογική παρενόχληση, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ένα διαστροφικό άτομο το οποίο αναζητά να τσακίσει κάποιον ή κάποια, χωρίς να αφήνει ίχνη» (M.-F.Hirigoyen). 

 Πολλές φορές, στον ορισμό της ψυχολογικής παρενόχλησης, συναντούμε τον όρο μόμπιν (mobbing). Ο όρος αυτός πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1980 από τον HEΪNZ LEYMANΗ, Σουηδό ψυχοκοινωνιολόγο, o οποίος ταύτιζε την έννοια του μόμπιν με την ψυχολογική τρομοκρατία, ψυχολογικό πόλεμο. Συνεπώς, το mobbing έχει ως τελικό στόχο την τρομοκράτηση του εργαζομένου. «Το μόμπιν αναφέρεται σε μια συγκρουσιακή σχέση στο χώρο εργασίας, τόσο μεταξύ συναδέλφων όσο και μεταξύ προϊσταμένων. Ο εργαζόμενος (το θύμα δηλαδή) παρενοχλείται ψυχολογικά κατά τρόπο επανειλημμένο για μια περίοδο τουλάχιστο 6 μηνών. Το θύμα εμπλέκεται σε συνθήκες που μπορεί να τον βλάψουν τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά· πρόκειται για μια διαδικασία που αποσκοπεί στην εξολόθρευση και τον αποκλεισμό του ατόμου. »
 Για τον C. DEJOURS[2], η ψυχολογική παρενόχληση  ή το μόμπιν είναι μια ιδιόμορφη κλινική μορφή κοινωνικής αλλοτρίωσης στην εργασία, αποτέλεσμα ψυχικών εξαναγκασμών που ασκούνται εκ των έξω πάνω σε ένα άτομο, και αυτό τροχοδρομείται μέσα από τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, τον τρόπο διαχείρισης  και αξιολόγησης ή δια μέσου του τρόπου με τον οποίο διευθύνεται η επιχείρηση. Η  ψυχολογική παρενόχληση ή το mobbing, ωθεί στα άκρα την περιθωριοποίηση του ατόμου.


Β.  ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ (ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ)

[M.-F. Hirigoyen, liaisons sociales]


Οι συνθήκες  της  παρενόχλησης επιφέρουν στα θύματα απροσάρμοστες απαντήσεις (π.χ ο εργαζόμενος αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή τον υπερασπίζεται χάνοντας τον έλεγχό του (π.χ. κτυπά ή βρίζει το άτομο που τον παρενοχλεί) και (οι συνθήκες  της  παρενόχλησης)  προκαλούν (ψυχική) φθορά και διάφορες δυσλειτουργίες (στον ύπνο, τη διατροφή και τη συμπεριφορά εν γένη). Παράλληλα, τα θύματα παρουσιάζονται ως αναισθητοποιημένα, ενώ οι νοητικές τους ικανότητες παρουσιάζουν έκπτωση. Με το πέρας μιας μακράς  περιόδου, η άμυνα του οργανισμού τους εξαντλείται. Τα κακοποιημένα άτομα εν γένει, ζητούν εξειδικευμένη βοήθεια τη στιγμή της αποδιοργάνωσής τους, η οποία εκδηλώνεται:

·       Κατά τρόπο σωματοποιημένο: οτιδήποτε δηλαδή δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια εκφράζεται μέσα από το σώμα. Αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλόπονοι, διαταραχές στον ύπνο, το φαγητό κ.ά.  Οι διαταραχές αυτές δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της ψυχολογικής βίας, αλλά, βασικά, της αδυναμίας του εργαζόμενου για δράση, επειδή, ακριβώς, οτιδήποτε κάνει, ή δεν κάνει, έχει άδικο και είναι ένοχος.

·       Μέσα από μείζονες καταθλίψεις, ικανές να οδηγήσουν στην αυτοκτονία.

·       Στα άτομα που είναι περισσότερο παρορμητικά, η αποδιοργάνωση μπορεί να εκδηλωθεί με τρόπο συμπεριφορικό, χαρακτηριολογικό, δηλαδή με βίαια ξεσπάσματα. Το άτομο δύναται να εκδηλώσει νευρική κρίση μπροστά σε κόσμο ή να προβεί σε βίαιες πράξεις που να στρέφονται προς το άτομο που τον παρενοχλεί. Αυτοί οι τρόποι αντίδρασης, εκφράζουν τις μάταιες προσπάθειες που κάνει ο εργαζόμενος για να εισακουσθεί.

 Οι γυναίκες επισκέπτονται περισσότερο τους ειδικούς παρά οι άνδρες, ενώ οι άνδρες αυτοκτονούν περισσότερο από τις γυναίκες. Πιστεύουμε ότι είναι πιο δύσκολο στον άνδρα παρά στη γυναίκα, να ομολογήσει την  ψυχολογική κακοποίησή του, διότι, μια τέτοια ομολογία, δεν ανταποκρίνεται στην ανδροπρεπή εικόνα, την οποία ζητούμε από τους άνδρες να προβάλλουν προς τα έξω.

Γ.  ΜΟΡΦΕΣ  ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ [M.-F. Hirigoyen, Liaisons  sociales ]

H ψυχολογική  παρενόχληση μπορεί να εκδηλωθεί κατά τρόπο:

α) Οριζόντιο: 
Παρενόχληση μεταξύ συναδέλφων με κύρια χαρακτηριστικά τον φθόνο και τη ζήλια. Το σημείο έναρξης αυτής της μορφής παρενόχλησης είναι συνήθως η άρνηση της διαφορετικότητας, πράγμα που μοιάζει με τον ρατσισμό ή τον σεξισμό.

β) Κάθετο:
1. Περίπτωση προϊστάμενου που παρενοχλείται από τους υφιστάμενούς του, για παράδειγμα στην περίπτωση αναδόμησης ενός τμήματος, μιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης (επιβολή ενός εξω-υπηρεσιακού ατόμου, ενώ η ομάδα των εργαζομένων ήλπιζε σε μια ενδοϋπηρεσιακή προαγωγή).

2. Περίπτωση υφισταμένων που παρενοχλούνται από τον προϊστάμενο. Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να βρίσκεται σε έξαρση. Στην Ευρώπη για παράδειγμα, αλλά και σε άλλες χώρες όπου υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανεργίας, η ψυχολογική παρενόχληση λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις. Εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος, λόγω αρχαιότητας, κερδίζει περισσότερα χρήματα από τους νεοεισερχόμενους και, επιπλέον, έχει  δικαίωμα να ζητήσει προαγωγή. Εν πάση περιπτώσει, όποιες και να είναι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ο προϊστάμενος, σε όλες τις περιπτώσεις, ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να πιστεύουν οι εργαζόμενοι πως οφείλουν να είναι έτοιμοι να αποδεχτούν τα πάντα, εάν θέλουν να διατηρήσουν την εργασία τους ή την εύνοια από τον προϊστάμενό τους. Παρά το ότι εκείνοι που παρενοχλούν επιδιώκουν να επιβάλουν στην κοινή γνώμη, ότι σε αυτή τη κατηγορία των εργαζομένων – σε αυτούς τους εργαζόμενους δηλαδή που παρενοχλούνται και αντιδρούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απέναντι στην ψυχολογική τρομοκρατία -  ότι προϋπήρχε μια ψυχοπαθολογία ή ότι είναι κατ’ εξοχήν ευάλωτα ή προβληματικά άτομα, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί βέβαια. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές, η  παρενόχληση εγκαθίσταται όταν ένα άτομο αντιδρά στον αυταρχισμό ενός προϊστάμενου και αρνείται να υποταχτεί σε αυτόν. Πρόκειται για άτομα που έχουν την ικανότητα να ανθίστανται στον αυταρχισμό, έστω και εάν γίνονται στόχοι φοβερών ψυχολογικών πιέσεων.

Σε ό,τι αφορά στη μορφή της  παρενόχλησης, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ιδιωτικό και δημόσιο  τομέα.

Στον ιδιωτικό τομέα, η  παρενόχληση είναι εντονότερη και γρηγορότερη. Είτε αυτή απορρέει από την ιεραρχία είτε από συναδέλφους, ο στόχος είναι ένας: η απαλλαγή, το συντομότερο δυνατό, από τον εργαζόμενο.

Στον δημόσιο τομέα, η παρενόχληση  παρατηρείται πιο πολύ σε οριζόντιο επίπεδο, συχνά με ύπουλο τρόπο, και διαρκεί χρονικά περισσότερο απ’ ό,τι στον ιδιωτικό τομέα.

Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να καταλάβει μια θέση εξουσίας, αυτό ενδέχεται να γίνει  αιτία εγκατάστασης της ψυχολογικής παρενόχλησης· ασκείται συχνά στους συνδέσμους μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, έστω και αν τα μέλη τους επικαλούνται ως ιδεώδες τη φροντίδα του ανθρώπου.

Ένας μεγάλος αριθμός ψυχολογικά κακοποιημένων ανθρώπων είναι πέραν των πενήντα χρόνων· η απόλυσή τους θα κόστιζε πολύ ακριβά σε μια επιχείρηση· έτσι, λοιπόν, γίνεται προσπάθεια ενθάρρυνσής τους, εν ανάγκη χρησιμοποιώντας διαστροφικά μέσα, να εγκαταλείψουν την εργασία τους.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η ψυχολογική παρενόχληση είναι της ίδιας φύσης με τη σεξουαλική παρενόχληση, είναι ορατή και πρέπει να καταγγέλλεται· στόχος της είναι η υποταγή και ο εξευτελισμός του ανθρώπου.



ΙΙ.  ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Δράστης της ψυχολογικής παρενόχλησης είναι: είτε ένα άτομο (για παράδειγμα ένας ιεραρχικά ανώτερος) είτε μια ομάδα (μια ομάδα ανθρώπων σε ένα χώρο εργασίας). Πρόκειται συχνά για μια διαπροσωπική σχέση, διαστροφική από απόψεως ψυχολογίας: από τη μια μεριά υπάρχει ένας «δήμιος» και από την άλλη μεριά ένα «θύμα».

Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να ιδωθεί αποκλειστικά και μόνο μέσα από μια διαπροσωπική ψυχολογική σχέση. Η ψυχολογική παρενόχληση είναι, επίσης, ένα σύμπτωμα που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο συνάπτουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις στην εργασία, πράγμα που παράγει οδυνηρές και διαστροφικές σχέσεις. Τα τελευταία χρόνια, άλλες νέες μορφές κυριαρχίας και υποταγής εμφανίζονται στην εργασία, κυρίως υπό την επίδραση του λεγόμενου «ιερού πολέμου», ένα είδος σκληρού, παγκόσμιου συναγωνισμού, δημιουργώντας αβεβαιότητα, ανταγωνισμό και απομόνωση μεταξύ των ανθρώπων, απεμπολώντας έτσι την εργασιακή συλλογικότητα κ.λπ.

Α.  ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΜΟΡΦΩΝ  ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ                

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να διερωτηθούμε  για τις διάφορες μορφές κυριαρχίας και υποταγής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στους χώρους εργασίας.

Μήπως πρόκειται για εξαναγκασμό ο οποίος εκδηλώνεται μέσω μιας παραπλανητικής, έως ακόμη και παράνομη εργασίας, η οποία επιβάλλεται δια της ισχύος; Ή μήπως πρόκειται για μια ψυχολογική επιρροή πάνω σε ένα άτομο, ή σε μια ομάδα ατόμων, οδηγώντας το άτομο (ή την ομάδα) ώστε να αποδεχτεί να υποστεί τον πόνο; να γίνει μάρτυρας της οδύνης ενός τρίτου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να παρέμβει ή να αντιδράσει; Ή μήπως  ακόμη πρόκειται για μια ψυχολογική επιρροή που κάμνει, ώστε κάποιος να υποστεί τη βία, ενώ συγχρόνως ωθεί τους υπόλοιπους ανθρώπους στο να φροντίσουν να μην είναι υπό την απειλή της, και επομένως να απαλλαγούν από αυτή;

Η βία ορίζεται, κατά τρόπο περιοριστικό, ως ένα φαινόμενο που υποδηλώνει μια μορφή συμπεριφοράς, η οποία κάνει πράξη την ανάγκη για καταποντισμό, εξολόθρευση ή αλλοίωση του άλλου …

Προκύπτει, λοιπόν, ότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας της παρενόχλησης είναι η «συγκατάθεση» του εργαζομένου ατόμου ή της ομάδας των εργαζομένων, και αυτό γίνεται εφικτό, εξ αιτίας της ψυχολογικής επιρροής που δέχεται ο εργαζόμενος ή η ομάδα των εργαζομένων. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος (ή κάποιοι)  στο χώρο εργασίας, επηρεάζει τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο κάποιου εργαζόμενου, ή εργαζομένων, ασκεί επίδραση στη διαμόρφωσή του, στις εκδηλώσεις ή στις αποφάσεις του.

Η ψυχολογική επιρροή μπορεί να οριστεί ως μια ενεργοποίηση ψυχολογικών δυνάμεων δουλείας, αποτέλεσμα:

·    Του Φόβου (αβεβαιότητα, διάπραξη λαθών): να μην είναι σε θέση ο εργαζόμενος να προσφέρει τις υπηρεσίες του,  για τις οποίες έχει προσληφθεί.
·    Της Συμβολικής κυριαρχίας: στοχεύει τις ψυχικές λειτουργίες και τις κοινωνικές φαντασιώσεις του ατόμου.

 Τα μέσα που χρησιμοποιεί  η συμβολική κυριαρχία δεν στρέφονται προς την κατεύθυνση της κατάργησης της θέλησης ή της προσβολής της ψυχικής ακεραιότητας του κάθε ατόμου ξεχωριστά, αλλά, προς την κατεύθυνση της πειθούς, έτσι ώστε να επιτευχθεί η ένταξη του καθενός στο «πνεύμα» της εργασίας.

Σε ό,τι αφορά στην ψυχολογική επιρροή, που υιοθετείται ως διαχειριστική στρατηγική, αυτή με τη σειρά της, διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της κυριαρχίας επί του εργαζόμενου. Προκύπτει, λοιπόν, ένα παράδοξο: η οργάνωση μιας εργασίας, που δεν κάνει χρήση βίας, παράγει μολαταύτα βία στα περιθώρια, υπό μορφή ψυχοπαθολογική και εξατομικευμένη, όπως, για παράδειγμα, η ψυχολογική  παρενόχληση. Έτσι, λοιπόν, η συμβολική κυριαρχία, κατά τ’ άλλα μη βίαιη,  συμβάλλει ώστε να ξεσπάει η βία στον άλλο και την ίδια στιγμή την καταδικάζει [καταδικάζει δηλαδή το βίαιο ξέσπασμα στον εργαζόμενο].

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, τόσο οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας όσο και της διεύθυνσης των επιχειρήσεων, επιτυχαίνουν μια αυξημένη ψυχολογική επιρροή επάνω στους εργαζόμενους, χωρίς ωστόσο να κάνουν χρήση της βίας.

Β.  ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΚΑΘΥΠΟΤΑΞΗ  ΕΝΟΣ  ΑΤΟΜΟΥ  ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ  ΣΤΗΝ   ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ  ΕΠΙΡΡΟΗ  ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

Αιτίες ψυχολογικής  κακοποίησης μπορεί να είναι:

·       ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΟ  ΤΗΣ  ΣΤΑΣΗΣ που υιοθετεί ένα άτομο: αφού ο εργαζόμενος έχει κατανικήσει τον φόβο του, αρχίζει να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, και αντιστέκεται στη συμβολική κυριαρχία.

·       ΕΚΤΑΚΤΗ (ΑΜΕΣΗ), εξ αφορμής ενός ατυχήματος ή ενός περιστατικού:

- διάπραξη ΑΔΙΚΙΑΣ πάνω σε ένα εργαζόμενο (π.χ. να  ζητείται από ένα εργαζόμενο να εκτελέσει εργασία πέραν των καθηκόντων του),
 -  ΑΠΑΡΑΔΕΧΤΗ πράξη (ύβρις, απειλή, εξευτελισμός, κλπ… ) εις βάρος ενός τρίτου ατόμου, ΧΩΡΙΣ ωστόσο οι υπόλοιποι εργαζόμενοι να αντιδρούν αλληλέγγυα προς το θύμα,
-  ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ (π.χ. τραυματισμός του εργαζόμενου), την ευθύνη του οποίου αναμφιβόλως φέρει το στέλεχος της επιχείρησης  κ.λπ.

·       Οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει ένας ιεραρχικά προϊστάμενος, με σκοπό να καθυποτάξει τον υφιστάμενό του, υφιστάμενος που αντιστέκεται στην ψυχολογική επιρροή ως τρόπου διαχείρισης.

Μπορούμε, λοιπόν, να αναπαραστήσουμε την παραπάνω διαδικασία ως ακολούθως:

1.    Οι αντιδράσεις αγανάκτησης και εξέγερσης που εκδηλώνονται στον εργαζόμενο, αντί να συγκινήσουν τους υπόλοιπους εργαζομένους και να τους κινητοποιήσουν κατά τρόπο συλλογικό και αλληλέγγυο, απομονώνουν ακόμη περισσότερο τον εργαζόμενο που κακοποιείται ψυχολογικά.

2.    Η παθητικότητα, η αδιαφορία και η αδράνεια των συναδέλφων του, αποτέλεσμα της πιθανής υποταγής τους στη συμβολική κυριαρχία (πράγμα που αποτελεί ψυχολογική άμυνα), εξάπτουν ακόμη περισσότερο τον ψυχολογικά κακοποιημένο εργαζόμενο.

3.    Τα λόγια τού ψυχολογικά κακοποιημένου εργαζόμενου, καθώς επίσης  και οι κατηγορίες που εξαπολύει προς τους άλλους, συμβάλλουν στο στιγματισμό του και τον σπρώχνουν ακόμη περισσότερο στην απομόνωσή του, με το πρόσχημα ότι η εξέγερσή του είναι εξωπραγματική και παράλογη.

4.    Όταν αρχίζει ο εργαζόμενος, που παρενοχλείται ψυχολογικά, να συμπεριφέρεται κατά τρόπο παράξενο ή και επιθετικό, όχι μόνο μια τέτοια συμπεριφορά συμβάλλει στην επιτάχυνση της περιθωριοποίησής του, αλλά και στον στιγματισμό του ως αρρωστημένου ανθρώπου.


5.    Οι συνθήκες αυτές – όπου δηλαδή το άτομο βρίσκεται πλέον μόνο του στο να έχει μια κριτική στάση απέναντι των πραγματικών συνθηκών εργασίας, στάση συχνά ορθολογιστική, την οποία όμως αποκηρύσσει η επαγγελματική  κοινότητα στην οποία ανήκει – οι συνθήκες αυτές λοιπόν, τον αποδιοργανώνουν κάνοντάς τον να αμφιβάλλει ακόμη και για την ορθότητα των λεγόμενων του [του λόγου του, της σκέψης του, των ιδεών του, της αντίληψης του…], με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ψυχοπαθολογικού ρήγματος: προσβολή, διάρρηξη της ταυτότητάς του.

Από τη στιγμή αυτή, ο ψυχολογικά κακοποιημένος εργαζόμενος πράγματι, εισέρχεται σε συνθήκες κλινικά προνοσηρές, ενάντια των οποίων επιχειρεί από μόνος του να αμυνθεί, με ό,τι μέσο έχει στη διάθεσή του. Όταν τα αμυντικά του αποθέματα δεν του επιτρέπουν πλέον να διαχειριστεί από μόνος του τη θέση του περιθωριοποιημένου εργαζόμενου, και όχι μόνο, αλλά και την αποδοκιμασία των άλλων, ενδέχεται η όλη αυτή δημιουργηθείσα κατάσταση, να τον κάνει να μεταπηδήσει  στην ψυχοπαθολογία ή να   αναπτύξει βίαιες συμπεριφορές στο οικογενειακό του περιβάλλον.

Αναρωτιόμαστε λοιπόν, εάν δε θα έπρεπε τελικά να αποδεχτούμε το γεγονός ότι, οι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας κάνουν χρήση διαστροφικών (διεστραμμένων) παρά βίαιων τακτικών, πράγμα που αυτό συμβάλλει στην επιτάχυνση της εκδήλωσης της βίας, δίνοντας συγχρόνως την εντύπωση (λανθασμένη βέβαια) ότι η βία δεν είναι φαινόμενο της ίδιας της επιχείρησης (της υπηρεσίας, του  τμήματος), αλλά των ίδιων των περιθωριοποιημένων ανθρώπων…

Επομένως, από τη μια μεριά θεωρούν ορθό (οι επιχειρήσεις, οι υπηρεσίες, τα τμήματα, κ.λπ.) να προφυλαχτούν από αυτούς (τους λεγόμενους «αντιδραστικούς», «μη συνεργάσιμους» εργαζόμενους) από μια τυχόν πρόσληψή τους, ή και προαγωγής τους, ακολουθώντας έτσι διαδικασίες στρατολόγησης προσωπικού ώστε να εντοπιστούν και να μην προσληφθούν (ή να μην προαχθούν), και από την άλλη μεριά, όταν προσλαμβάνονται (ή προάγονται), να φροντίσουν να απαλλαγούν από αυτούς (το συντομότερο δυνατό), όταν η συμπεριφορά τους είναι τέτοια που δημιουργεί «προβλήματα» στην επιχείρηση (στην υπηρεσία). 

ΙΙΙ.   ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ  ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Α.   ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ

[Η επιβολή κυρώσεων,  ακόμη και η καταδίκη κάποιου που παρενοχλεί ψυχολογικά, καθώς επίσης η αναγνώριση τού ψυχολογικά κακοποιημένου ατόμου ως θύματος, το οποίο έχει δικαίωμα αποζημίωσης, αποτελεί οπωσδήποτε μια αναγκαιότητα· είναι αρκετό όμως; μάλλον όχι.

Εάν ένα νομοθέτημα περί ψυχολογικής παρενόχλησης γίνει πραγματικότητα, η αναζήτηση της αλήθειας και κυρίως τη απόδειξης, δύσκολα θα μπορεί να τεκμηριωθεί.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί  πλέον ποινικό αδίκημα η ψυχολογική παρενόχληση στην εργασία.

Βάσει των προαναφερθέντων, η διαδικασία της ψυχολογικής κακοποίησης  είναι η ακόλουθη: συνίσταται στην απομόνωση ενός ανθρώπου από κάποιον άλλον ο οποίος κακοποιεί (π.χ. ιεραρχικά ανώτερος ή ομάδα συναδέλφων της ίδιας ιεραρχίας). Ωστόσο, η διαδικασία αυτή καθεαυτή της κακοποίησης είναι πολύπλοκη, λόγω της διαπλοκής της στην ίδια την οργάνωση της εργασίας. Η κατανόηση της  διαδικασίας αυτής από τον εργαζόμενο, απαιτεί λοιπόν την αποσυναρμολόγηση τής εν λόγω διαδικασίας, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην οργάνωση της εργασίας και την υποκειμενική λειτουργία. Μια τέτοια παρέμβαση ψυχολογικά κοστίζει, και απαιτείται η συνδρομή εξειδικευμένων επαγγελματιών ψυχολόγων.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι όταν η ψυχολογική παρενόχληση παραμένει ως «μυστική» και «ιερή» πράξη, την οποία κανείς δεν πρέπει να γνωρίζει εκτός από εκείνον που κακοποιεί (τον δράστη) και εκείνον που κακοποιείται (το θύμα), πράγμα που μοιάζει με μια αιμομικτική σχέση. Η άρση, λοιπόν, του νόμου της σιωπής και της ιερότητας που περιβάλλει την παρενόχληση είναι πρωταρχικής σημασίας, διότι ταυτόχρονα φρενάρει αυτό το επιβλαβές και τοξικό φαινόμενο για την ψυχική υγεία: της ψυχολογικής επιρροής, που έχει ως στόχο την υποταγή του εργαζόμενου και της παραφυάδας της - της ψυχολογικής παρενόχλησης.

Μπορούμε, λοιπόν, ως κοινωνία να θέσουμε ως θεμελιώδη αρχή, σύμφωνα με την οποία, οποιεσδήποτε και να είναι οι ενέργειές μας, θα πρέπει να στοχεύουν στην αναδημιουργία κοινωνικών δεσμών, δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ όλων αυτών των απομονωμένων και ανταγωνιστικών ανθρώπων, πράγμα που προϋποθέτει να δράσουμε προληπτικά, εάν θέλουμε πραγματικά να διατηρήσουμε την ψυχική υγεία στην εργασία, και κατ’ επέκτασιν, στην οικογένεια και  στην κοινωνία.

IV.          ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ   ΚΑΙ   ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Διαπιστώνουμε ότι δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα, ώστε να μπορούν να εκφράζουν τα εργασιακά τους βιώματα, την εργασιακή ψυχική τους οδύνη, τις ανησυχίες τους που πηγάζουν μέσα από την  αντιμετώπιση των νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας. Ενόσω δεν γίνεται τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση, οι εργαζόμενοι δεν θα είναι σε θέση να εξακριβώσουν τι το κοινό τους συνδέει, και επομένως, δε θα είναι σε θέση να μπορούν να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, με την έννοια της αποδοχής της αξίας του κάθε εργαζόμενου.

Η δημιουργία μιας κοινότητας, που θα έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την ευαισθησία και θα είναι ικανή να κοινωνικοποιεί την εργασιακή καταπόνηση, αποτελεί βασική  προϋπόθεση για οποιαδήποτε συλλογική κινητοποίηση.

Δεν είναι λοιπόν καθήκον και υποχρέωση της κοινωνίας, να αναλάβει την ευθύνη των εργασιακών ζητημάτων και συγκρούσεων, που άπτονται της οργάνωσης της εργασίας, επινοώντας και σχεδιάζοντας, με τους εργαζόμενους, τρόπους ανάλυσης των ικανοτήτων τους; Επίσης, δεν αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα η ανάπτυξη θεσμικών ομάδων επικοινωνίας όπου θα συζητούνται εργασιακά προβλήματα, μέσα από την ανταλλαγή και επεξεργασία  απόψεων, για επίλυση των εργασιακών προβλημάτων;

Συγκεκριμένα:

·       Δεν οφείλουμε να αναπτύξουμε στην εργασία χώρους ακρόασης, συζήτησης και περισυλλογής, όπου θα ακούει κανείς με προσοχή και καλοπροαίρετα, δίδοντας το σωστό νόημα στα λεγόμενα του εργαζόμενου, και όχι να τα συσκοτίζει ή να τα διαστρεβλώνει,  έτσι που να επιτρέπεται στον κάθε εργαζόμενο να εκφράζει άμεσα και ελεύθερα όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με το περιεχόμενο των συνθηκών άσκησης και οργάνωσης της εργασίας του;

·       Δε θα πρέπει, επίσης, να επινοηθεί και να σχεδιαστεί, μεταξύ των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και του Κράτους, μια συνεργασία που να συμβάλλει στην προαγωγή της ψυχικής υγείας στην εργασία;




V.  ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ: ΕΧΕΓΓΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Ο P. DAVEZIER, αναφέρει χαρακτηριστικά: οι πλέον σύγχρονες μορφές εργασίας, ικανές να πλήξουν την ψυχική υγεία του εργαζόμενου, άπτονται πολιτικών ζητημάτων, όπως της προαγωγής των ατομικών και συλλογικών ικανοτήτων (απαιτείται δηλαδή συλλογισμός γύρω από αυτά τα ζητήματα και δράση) και της δημοκρατίας (DAVEZIER P.,  Evolution des organisations du travail et atteintes à la santé/ Μετεξέλιξη   της  οργάνωσης της εργασίας και η  προσβολή της υγείας[(Contribution au séminaire interdisciplinaire «Nouvelles Organisations du Travail», CNAM Paris, 1997. Publiée dans Travailler, 1999, 3 : 87-114)].

Ο κάθε εργαζόμενος, μέσα από την εργασία του, απαιτεί να έχει τη δική του ξεχωριστή συμβολή για την οικοδόμηση της κοινωνίας. Έτσι, προσδοκεί στην ανάπτυξη της προσωπικής του ταυτότητας και της  περαιτέρω  δόμησής του, πράγμα που θα δώσει νόημα στην ύπαρξή του. Ο εργαζόμενος, μέσα από αυτή την διαδικασία, δεσμεύει την ταυτότητά του και την υγεία του.

Άρα, αναγνώριση του εργαζόμενου δεν σημαίνει εκδήλωση της ευγνωμοσύνης  μας  προς αυτόν. Αναγνώρισή του σημαίνει ότι τον μεταχειριζόμαστε ως άνθρωπο, δηλαδή ως μια ξεχωριστή οντότητα, πραγματικά αναντικατάστατο, φορέα σχεδίων, προσδοκιών, έτσι που να τον ωθούν (τον εργαζόμενο) στο να παρεμβαίνει, να συμμετέχει, βάσει της δικής του άποψης, των δικών του εργασιακών εμπειριών.



Τέλος



*Νίκος Αγαθοκλέους

 -D.E.S.S. Kλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία (Université Lumière-Lyon 2, Γαλλία).

-A.E.U. Ιατρική ψυχολογία (Université de Médecine-Lyon 1).

-A.E.U. Δικανική ψυχιατρική και κλινική εγκληματολογία ( Université de Médecine-Lyon 1).
Ο Νίκος Αγαθοκλέους είναι Ανώτερος Κλινικός Ψυχολόγος και εργάζεται στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.

[1] Συγγραφέας του μπεστ-σέλερ Le harcèlement moralla violence perverse au quotidien (Η ψυχολογική παρενόχληση - η διαστροφική βία επί καθημερινής βάσεως), Syros, 1998. Liaisons sociales no 18 du 22 février 2000: “ le maltre au travail  (“ εργασιακή καχεξία ”): Συνέδριο της συνδικαλιστικής οργάνωσης των Νομικών της Γαλλίας. Είναι η Marie-France HIRIGOYEN που συνέβαλε στο έναυσμα  της συζήτησης του ζητήματος αυτού. Η Marie-France Hirigoyen είναι ψυχίατρος, ψυχαναλύτρια και ψυχοθεραπεύτρια. Ως ειδική θυματολόγος ερεύνησε διεξοδικά και παρουσίασε για πρώτη φορά σε βιβλίο ολοκληρωμένα το φαινόμενο της ηθικής παρενόχλησης, την προσπάθεια δηλαδή ψυχικής εξόντωσης του άλλου με λόγια, με νεύματα, με υπονοούμενα, χωρίς τη χρήση φυσικής βίας. Έργα της μεταφρασμένα στα ελληνικά: "Ηθική παρενόχληση: Η κρυμμένη βία στην καθημερινή ζωή" (Πατάκη, 2000). "Ηθική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας" (Πατάκη, 2002). "Η κακοποιημένη γυναίκα: Η βία μέσα στο ζευγάρι" (Πατάκη, 2006).