Σελίδες

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Δικανική ψυχολογική αξιολόγηση μετατραυματικού ασθενή






ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Τμήμα Ειδικής Ψυχολογίας
Γενικό Νοσοκομείο …


                                                                  23 Μαρτίου 2015






ΘΕΜΑ: Ψυχολογική  Έκθεση που αφορά στον AGGELO G.
Ημερομηνία Γέννησης: 00.00.1982
Α.Δ.Τ.: 000000000





Ο AGGELO G. προσήλθε για εξέταση στα εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου ...στις 00.00.2015,  και στη συνέχεια παρακολουθείτο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, μέχρι τις 00.00.2015 (σύνολο πέντε κλινικές συνεδρίες), παρουσιάζοντας συμπτωματολογία μετατραυματικού άγχους (άγχος που εμφανίζεται ύστερα από τραυματικό συμβάν), εξ αιτίας  (ξαφνικού, απρόσμενου και βίαιου) συμβάντος κατά το οποίο υπέστη σωματική επίθεση από ομάδα ανθρώπων, και στο οποίο τραυματίστηκε στο πρόσωπο, συμβάν που βιώθηκε από τον προαναφερόμενο ως απειλή (θανάτου) για τη ζωή του.

  Ο AGGELO G. παρουσίαζε συγκεκριμένα:

 α) Μετατραυματικές Γνωστικές / Νοητικές Αντιδράσεις, όπως:  προσκόλληση της σκέψης («δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τι έγινε»), ενοχλητικές σκέψεις ή εικόνες του τραυματικού γεγονότος που εμφανίζονται είτε στον ύπνο του είτε στο ξύπνιο του, δυσκολίες πρόσφατης μνήμης («ξεχνώ πράγματα συνέχεια.», δυσκολίες προσοχής και συγκέντρωσης.

 β) Μετατραυματικές Συναισθηματικές Αντιδράσεις, όπως: σοκ, φόβος / τρόμος / απόγνωση («νόμιζα ότι θα πέθαινα»), συναισθηματικό πάγωμα / μούδιασμα,  στεναχώρια, ενοχές, θυμός, αγανάκτηση, εκνευρισμός ( «δεν το πιστεύω ότι συνέβηκε σε εμένα»), ανασφάλεια, εφιάλτες, αναποφασιστικότητα, μειωμένη όρεξη για εμπλοκή σε ευχάριστες δραστηριότητες, αίσθημα αποξένωσης από τους άλλους και αποστασιοποίησης από το περιβάλλον.

γ) Μετατραυματικές Επιδράσεις στη Συμπεριφορά, όπως: κοινωνική απομόνωση και απόσυρση, ευσυγκινησία, ανυπομονησία, υπερβολική προσοχή σε ερεθίσματα που θυμίζουν το τραυματικό γεγονός, αποφυγή και φοβική αντίδραση σε ερεθίσματα που θυμίζουν το τραυματικό γεγονός.

δ) Μετατραυματικές Βιολογικές Αντιδράσεις, όπως: κόπωση, εξάντληση, μειωμένη ενέργεια, αδυναμία, πονοκέφαλοι / ημικρανίες, σωματική ένταση, δυσκολίες στον ύπνο, αλλαγές στην όρεξη.

Η παρούσα βεβαίωση εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του ιδίου, για να παρουσιαστεί από τον Δικηγόρο του στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκδίκασης της παραπάνω υπόθεσης.





Νίκος Αγαθοκλέους
Κλινικός Ψυχολόγος / Ανώτερος Ειδικός Ψυχολόγος
(Πανεπιστημίου Λυών, Γαλλία)






Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Το παιδί, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και άλλα ηλεκτρονικά μέσα

Η τηλεόραση, το διαδίκτυο και τα διάφορα άλλα ηλεκτρονικά μέσα, βρίσκονται ήδη στην καθημερινότητα των παιδιών.


Τι είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς

 Σύμφωνα με το άρθρο του Spiegel, (Ν.20, 14.5.07)  με τίτλο «Πόσο μπορούν να αντέξουν τα παιδιά την τηλεόραση/ τον ηλεκτρονικό υπολογιστή;» υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία επιτάσσουν μια προσεκτική και καλά ζυγισμένη επαφή των παιδιών με αυτά τα μέσα.
 Η τηλεόραση και ο υπολογιστής είναι αναμφισβήτητα μία εξαιρετική πηγή γνώσεων και μάθησης.

Κατά πόσο όμως οι γονείς τα χρησιμοποιούν για αυτές τους τις ιδιότητες, με επίβλεψη και περιορισμούς; 
Ποιοι θα έπρεπε να είναι αυτοί οι περιορισμοί και ποιος ο λόγος να υπάρχουν περιορισμοί στην χρήση τους;
 Το Ομοσπονδιακό Κέντρο για την Ενημέρωση της Υγείας της Γερμανίας (BZGA στην Κολονία) συνιστά τους εξής χρονικούς περιορισμούς για την παρακολούθηση προγραμμάτων στην τηλεόραση και τον υπολογιστή, ανά ημέρα:

• παιδιά 3-5 ετών: μισή ώρα
• παιδιά 6 – 9 ετών: μία ώρα
• παιδιά 10 – 13 ετών: μιάμιση ώρα

 Δυστυχώς στο εμπόριο αλλά και στο διαδίκτυο κυκλοφορούν παιχνίδια τα οποία δεν διευκρινίζουν πολλές φορές το όριο της ηλικίας των παιδιών στα οποία απευθύνονται.
 Αν και το άρθρο της BZGA δεν αποσαφηνίζει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία τίθενται αυτοί οι χρονικοί περιορισμοί, η πλειοψηφία των μελετών αναδεικνύει τη σημασία του ελέγχου από τη πλευρά των γονέων, όχι μόνο του χρόνου έκθεσης αλλά και της ποιότητας του υλικού, έτσι ώστε να αξιοποιείται ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας αυτών των μέσων:
Στόχος είναι μέσα από τις νέες τεχνολογίες (τηλεόραση και υπολογιστής) να προωθείται η περιέργεια και η ανάγκη για μάθηση, αλλά και οι γονείς να λειτουργήσουν ως "φίλτρο" των πληροφοριών, συζητώντας με τα παιδιά τους και απαντώντας σε οποιαδήποτε απορία τους για το τι βλέπουν.
 Ένα σημαντικό αρνητικό στοιχείο είναι το ότι πολλές φορές χρησιμοποιούνται τα μέσα αυτά από τους γονείς ως "ηλεκτρονική baby-sitter" και όχι ως μια ακόμα ευκαιρία συνάθροισης και συναλλαγής της οικογένειας.
 Οι γονείς τα χρησιμοποιούν αρκετά για την απασχόληση του παιδιού τους, ή και ακόμη τα χρησιμοποιούν ώστε τα παιδιά τους να αποκτήσουν ευχέρεια στην χρήση του Η/Υ, ακόμα και όταν αυτά είναι κάτω των 3 ετών.
 Όμως στην ευαίσθητη αυτή ηλικία, όπου ακόμα η λεπτή και αδρή κινητικότητα εξελίσσεται και η κοινωνικοποίηση του παιδιού βρίσκεται στην πρώτη θέση όσον αφορά τους επιθυμητούς στόχους των διεθνώς αναγνωρισμένων παιδαγωγικών μεθόδων, η χρήση του Η/Υ ή της τηλεόρασης μπορεί να «κλέβει» χρόνο από άλλες πολύ σημαντικές δραστηριότητες – οι οποίες ενδεχομένως και να μην αποτελούν μια τόσο εύκολη λύση όσο ένα παιχνίδι στον υπολογιστή.


Δραστηριότητες όπως:
  • παιχνίδι με ομάδες άλλων παιδιών (για την κοινωνικοποίησή τους) 
αλλά και δραστηριότητες που θα εξασκήσουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους, όπως:
  • γλυπτική και παιχνίδια με πλαστελίνη και ζυμάρια (για την εξάσκηση και συγχρονισμό της λεπτής κινητικότητας και όρασης στις τρεις       διαστάσεις)
  • λέγκο, τουβλάκια, παιδικό παιχνίδι καρφώματος, πειράματα κ.λπ.       - που θεωρούνται σημαντικά λόγω των επανειλημμένων προσπαθειών, για τις οποίες το παιδί θα κληθεί να πραγματοποιήσει για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, χωρίς αυτό να είναι συγκεκριμένο, ούτε και απαραίτητο, (έτσι μαθαίνει να μην περιμένει πάντα άμεσο αποτέλεσμα και να μην τα παρατάει εύκολα).
Οι παραπάνω δραστηριότητες είναι ανεκτίμητης αξίας για την ψυχική υγεία και ανάπτυξη του παιδιού και, πέρα από τις σωματικές ανάγκες που καλείται να καλύψει ο γονέας, ανήκουν στα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού και πρέπει να βρίσκονται πρώτες στον καθημερινό κατάλογο δραστηριοτήτων, με τις οποίες οφείλει να ασχολείται ένα παιδί.

Παράδειγμα: o H/Y στον παιδικό σταθμό φέρνει θετικά αποτελέσματα

 Έρευνα με 132 παιδιά 3-6 ετών που διενεργήθηκε σε παιδικούς σταθμούς στην Γερμανία για δύο χρόνια, έδειξε ότι η χρησιμοποίηση του Η/Υ έφερε μόνο θετικά αποτελέσματα.
 Τα παιδιά όταν υπήρχε καλός καιρός προτιμούσαν να παίξουν έξω, παρά με τον υπολογιστή. Έδειξαν διάθεση συνεργασίας (ποιος θα έχει το ποντίκι για πόση ώρα) και απέκτησαν νέες υπευθυνότητες (να ανοίγουν και να κλείνουν τον υπολογιστή).
 Η χρήση του υπολογιστή είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα του παιδικού σταθμού με τις εξής μορφές:
Παιδιά 5-6 ετών (σε μια ομάδα 10 παιδιών) μάθαιναν την γραμματοσειρά του αλφάβητου μέσα από τον υπολογιστή και έπαιζαν «γραφείο» όπου δούλευαν γράφοντας προτάσεις.

 Μικρότερα παιδιά παρατηρούσαν φωτογραφίες από έντομα και φυτά σε μεγάλη ανάλυση στον υπολογιστή  (περασμένα από σαρωτή) και με την βοήθεια της παιδαγωγού αναζητούσαν πληροφορίες για αυτά τα έντομα και φυτά. Επίσης πατούσαν τα κουμπιά που τους υποδείκνυαν τα μεγαλύτερα παιδιά, τα οποία και τα υποστήριζαν.
 Οι παιδαγωγοί και ειδικοί συμπέραναν ότι, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια, τα παιδιά έδειξαν πολύ συχνά επιθυμία να περάσουν μεγάλο χρονικό διάστημα μπροστά από τον υπολογιστή αλλά μετά από λίγο καιρό, έχασαν ένα μεγάλο ποσοστό του ενδιαφέροντός τους.
 Ένα μεγάλο κριτήριο της έρευνας ήταν το αποτέλεσμα που θα είχε η χρήση του Η/Υ όσον αφορά την συμπεριφορά των παιδιών: εάν θα συνεννοούνταν και θα συνεργάζονταν και πόσο θα βοηθούσε το ένα το άλλο στους διάφορους προβληματισμούς σε σχέση με τον Η/Υ.
 Μετά το τέλος της έρευνας επιβεβαιώθηκε ότι δεν σημειώθηκε καμία αρνητική συμπεριφορά στα παιδιά, ενώ αντιθέτως παρατηρήθηκε αύξηση της συνεργασίας των παιδιών μεταξύ τους.
 Στο παράδειγμα της έρευνας στην Γερμανία, τα παιδιά ήρθαν σε επαφή με τον Η/Υ σε έναν χώρο όπου ήδη είχαν σε μεγάλο βαθμό κατακτήσει αρκετές κοινωνικές δεξιότητες (συνεργασία, συνεννόηση κτλ.) και ο στόχος ήταν να εμπλουτίσουν τις γνωστικές τους δεξιότητες με το να γνωρίσουν τον Η/Υ και να μάθουν σιγά σιγά να τον χρησιμοποιούν - όχι όμως με την μορφή παιχνιδιών.
 Η έρευνα έδειξε ότι σε αυτό το περιβάλλον η επαφή των παιδιών με τον Η/Υ ήταν χρήσιμη και εμπλούτισε την καθημερινότητα των παιδιών δίνοντάς τους επιπλέον εργαλεία για την κατανόηση των νέων μέσων.
 Δυστυχώς όμως η επαφή αυτής της μορφής με τα νέα μέσα – ελεγχόμενη ποιοτικά και χρονικά – δεν είναι κάτι εύκολα υλοποιήσιμο, μιας και απαιτεί την ενεργή εμπλοκή του παιδαγωγού ή γονιού κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις: μικρός αριθμός παιδιών, ποιοτικός έλεγχος, επιλεγμένες δραστηριότητες.
 Αυτό το γεγονός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα βασικά κριτήρια για το οποία οι γονείς πολλές φορές επιλέγουν τα νέα μέσα για την απασχόληση των παιδιών τους – είναι εύκολα, γρήγορα και δεν απαιτούν την ενεργή ενασχόληση των γονέων.


Οι νέες τεχνολογίες επιστρατεύονται για την αντιμετώπιση προβλημάτων και δυσκολιών 

 Ειδικά προγράμματα τα οποία είναι εκπαιδευμένοι να χρησιμοποιούν παιδοψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι και λογοθεραπευτές, επιτρέπουν πλέον μία νέα δυναμική προσέγγιση για την αντιμετώπιση δυσκολιών όπως η δυσλεξία, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, ή θεμάτων που σχετίζονται με τον προφορικό λόγο αλλά και άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά προσχολικής και σχολική ηλικίας.
 Έτσι ο υπολογιστής, γίνεται μέρος συγκεκριμένων θεραπευτικών συνεδριών λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του.
 Ασκήσεις γίνονται αντί βαρετές, ιδιαίτερα ευχάριστες μιας και αποτελούν μέρος ενός παιχνιδιού το οποίο ερεθίζει με ευκολία τον εγκέφαλο του θεραπευόμενου, αποσπώντας άμεσα την προσοχή του.
 Παράλληλα μειώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ένα από τα σημαντικά εμπόδια που υπάρχουν στην θεραπεία ενός παιδιού – το χαμηλό κίνητρο για συνεργασία και συμμετοχή στην συνεδρία – αυξάνοντας κατά πολύ την αποτελεσματικότητα κάθε συνεδρίας αλλά και συντομεύοντας και σημαντικά τη συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας.


Τα νέα μέσα/ νέες τεχνολογίες και οι δυσάρεστες παρενέργειες:
η πραγματική καθημερινότητα των παιδιών - παιχνίδια, εγκληματικότητα, συναισθήματα, συγκέντρωση


Πρόσφατες μελέτες βρίσκουν ότι το 90% των ηλεκτρονικών παιχνιδιών περιέχουν κάποιας μορφής βίαιο περιεχόμενο και δεν διευκρινίζουν πολλές φορές το όριο της ηλικίας στα παιδιά που απευθύνονται αυτά τα παιχνίδια.
 Έρευνα από το Εγκληματολογικό Ερευνητικό Κέντρο του Niedersachsen, στην Γερμανία δείχνει ότι από τους ανήλικους που προέβησαν σε εγκληματικές πράξεις, το 44% δήλωσαν ότι έπαιζαν πολύ συχνά παιχνίδια με θεματολογία τον πόλεμο, έναντι του 14% που δήλωσε ότι δεν έπαιζε καθόλου.
 Όσο η συχνότητα ενασχόλησης με παιχνίδια πολέμου αυξανόταν, τόσο αυξανόταν και το ποσοστό των ανηλίκων που προέβησαν σε εγκληματικές πράξεις.
Η συχνή έκθεση σε βίαια ερεθίσματα τόσο μέσα από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, όσο και μέσα από την τηλεόραση έχει ως συνέπεια την απευαισθητοποίηση στη βία με αποτέλεσμα την έλλειψη αντίδρασης στη πραγματική βία και τη βιαιοπραγία. Το πιο ανησυχητικό αποτέλεσμα αυτής της μελέτης είναι η μείωση της ικανότητας για ενσυναίσθηση, δηλαδή μείωση της νοητικής και συναισθηματικής ικανότητας για επαφή και κατανόηση της ψυχικής κατάστασης του άλλου, που θεωρείται βασικός μηχανισμός αναστολής της επιθετικότητας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
 Με έναν ανάλογο τρόπο επιδρά και η τηλεόραση στην αντίληψη που διαμορφώνουν τα παιδιά σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο και τη φυσιολογική κοινωνική συμπεριφορά.
 Αμφίσημη είναι η επίδραση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και της τηλεόρασης στην ανάπτυξη της φαντασίας και την ικανότητα διάκρισής της από την πραγματικότητα.    

 Τα σχέδια παιδιών που βλέπουν καθημερινά μέχρι μία ώρα τηλεόραση, έχουν αρκετή διαφορά με αυτά των παιδιών που βλέπουν καθημερινά τουλάχιστον τρεις ώρες τηλεόραση :
 Έρευνα σε σχολείο του Freiburg έδειξε ότι παιδιά 11-15 ετών που βλέπουν αρκετή τηλεόραση, έχουν δυσκολίες στην συγκέντρωση: ο εγκέφαλος συνηθίζει στις πολύ γρήγορες εναλλαγές εικόνων και ήχων και δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την ομιλία του καθηγητή, ή ακόμα και συνομιλίες με άλλους μαθητές.
 Επίσης τα παιδιά που έβλεπαν πολύ τηλεόραση δεν είχαν καμία συναισθηματική αντίδραση σε εικόνες στις οποίες άλλα παιδιά που δεν έβλεπαν τηλεόραση, αιθανόντουσαν μεγάλη συγκίνηση.
 Έρευνα στον Καναδά σε περισσότερα από 2.600 παιδιά έδειξε ότι παιδιά 2 ετών έβλεπαν πάνω από 2 ώρες καθημερινά τηλεόραση, ενώ παιδιά 3-4 ετών έβλεπαν 3,6 ώρες την ημέρα τηλεόραση.
 Ένα στα  δέκα από τα παιδιά που έβλεπαν 3,6 ώρες τηλεόραση την ημέρα, βίωσε στην ηλικία των 7 ετών διαταραχές ελλειμματικής προσοχής.


Εθισμός ακόμα και από χαρούμενα παιχνίδια για μικρά παιδιά

 Δύο ξεχωριστές έρευνες, η μία από το Stanford University στις Η.Π.Α. και η άλλη από το Tohoku University στην Σιγκαπούρη κατέληξαν στο ίδιο αποτέλεσμα: έδειξαν ότι η ενασχόληση με απλά και χαρούμενα παιχνίδια στον Η/Υ, σε μικρές ηλικίες, κάνει ώστε τα παιδιά να  συνηθίζουν  στις γρήγορες εναλλαγές/κινήσεις και πολύχρωμα γραφικά - με αποτέλεσμα να εθίζονται πολύ πιο εύκολα και σε αντίστοιχα παιχνίδια όταν μεγαλώσουν (που σε μεγαλύτερες ηλικίες είναι και παιχνίδια τα οποία περιλαμβάνουν σκηνές έντονης δράσης και βίας).

Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τροποποιούν μέρος του εγκεφάλου

 Άλλη έρευνα, πάλι στο Tohoku University που είχε αρχικά στόχο να δείξει την δραστηριότητα του εγκεφάλου σε έφηβους την ώρα που παίζουν Nintendo, απέδειξε ότι η ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια εξασκεί και αλλάζει το μέγεθος του μέρους του εγκεφάλου, το οποίο ευθύνεται για την όραση και την κίνηση – το ίδιο μέρος που απαιτείται να λειτουργήσει για την κατακράτηση βίαιων ή λανθασμένων κοινωνικά προθέσεων.
 Η έρευνα αυτή έδειξε ότι δεν είναι μόνο οι εικόνες βίας του παιχνιδιού που θα προκαλέσουν μια πιο βίαιη γενιά στο μέλλον, αλλά ο ριζικός τρόπος με τον οποίο επιδρά αυτή η δραστηριότητα στον εγκέφαλο.

Ο υπολογιστής και η όραση των παιδιών

Η χρήση του Η/Υ έχει ελαττώσει επιπλέον τις ώρες που τα παιδιά χρησιμοποιούν την ικανότητά τους να βλέπουν μακριά – η καθημερινότητα των παιδιών αποτελείται από ολοένα και περισσότερες δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν όραση σε κοντινές αποστάσεις και όχι πια μακρινές.
 Έτσι δεν είναι περίεργο το ότι οι έρευνες δείχνουν ότι το ποσοστό παιδιών με μυωπία έχει αυξηθεί από 12,1% σε 20,4% από το 1995 έως σήμερα (με βάση έρευνα που έγινε στην Taiwan), ενώ με βάση άλλη έρευνα που έγινε στην Σιγκαπούρη, το ποσοστό διπλασιάστηκε από 17% σε 34%.
 Επίσης έχει αναφερθεί το Computer Vision Syndrome (
CVS), το οποίο συνδέεται με την πολύωρη χρήση του Η/Υ ακόμα και σε παιδιά.

Τι μπορούν οι γονείς να κάνουν για να αποφύγουν την εμφάνιση του CVS:

  • να παρατηρούν τις αντιδράσεις του παιδιού τους – τρίψιμο των ματιών σημαίνει ότι ο μυς του ματιού έχει κουραστεί, (ή επίσης κόκκινα μάτια και στρίψιμο του κεφαλιού).
  • να ρυθμίζουν την οθόνη έτσι ώστε το παιδί να μην χρειάζεται να αλλάξει στάση, να καμπουριάζει ή να κοιτάει με κλίση του κεφαλιού την οθόνη
  • να ρυθμίζουν τον φωτισμό έτσι ώστε να μην υπάρχουν γυαλάδες στην οθόνη,
  • να μην είναι έντονη η διαφορά της φωτεινότητας της οθόνης του υπολογιστή και του δωματίου,
  • λόγω του ότι τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν από μόνα τους συνήθως εάν έχουν κάποιο πρόβλημα όρασης, είναι απαραίτητο οι γονείς να ελέγχουν την όραση του παιδιού τους συχνά.
Τηλεόραση, Η/Υ και επιδόσεις
 
 Υπάρχουν άραγε και θετικά ευρήματα σε σχέση με τη χρήση Η/Υ και ηλεκτρονικών παιχνιδιών;  Στις θετικές κριτικές αναφέρεται ότι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συμβάλλουν στην ανάπτυξη και βελτίωση των γνωστικών δεξιοτήτων και ειδικότερα στη συγκέντρωση, τη παρατηρητικότητα, τον οπτικοκινητικό συντονισμό, την επιδεξιότητα, την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων και την αύξηση των γενικών γνώσεων.

Προσφέρουν εξοικείωση με τη τεχνολογία και τη χρήση της στη καθημερινή ζωή και βελτιώνουν τις γνωστικές δεξιότητες των μαθητών, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν κάποιες μαθησιακές δυσκολίες - χρησιμοποιούνται μάλιστα και από τους ειδικούς κατά την διάρκεια συνεδριών.
 Υπάρχουν περιπτώσεις που όπως τα ίδια τα παιδιά μαρτυρούν, ο Η/Υ τα βοηθά στην εύρεση στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων, στη συνεργασία αλλά και στον προγραμματισμό δραστηριοτήτων μέσα στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού, όπως π.χ. Sims ή ακόμα και Counterstrike.
 Ο Λάζλο (15 ετών) όπως αναφέρει στην Angela Gattenburg, δημοσιογράφο του περιοδικού Spiegel, δεν έχει απαραίτητα όρεξη να παίζει όλη την ημέρα Counterstrike, αλλά εκτός από αυτό το παιχνίδι του αρέσει και να πηγαίνει σινεμά, στο Judo ή στο τένις,  πιστεύει ότι μέσα από το Counterstrike αποκτά την ικανότητα στρατηγικής σκέψης αλλά και πιο γρήγορα αντανακλαστικά.
 Η Jana, έχει επιδόσεις της τάξεως του 19-20 στο σχολείο, κάνει πατινάζ, τζόκινγκ, παίζει κλαρίνο και κάνει ιππασία. Χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για να κάνει έρευνα για το σχολείο, να μιλάει με φίλες της στο εξωτερικό μέσω του προγράμματος skype και προπαντός για να παίζει το αγαπημένο της παιχνίδι το Sims, με το οποίο όπως λέει, μαθαίνει έννοιες όπως υπευθυνότητα και οργάνωση.
Χρησιμοποιούν τα παιδιά αυτές τις ικανότητες στην μετέπειτα τους ζωή ή αυτές ισχύουν μόνο στον φανταστικό κυβερνοχώρο; Δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα κάποια έρευνα για αυτό το θέμα.
Ωστόσο, υπάρχει έρευνα στη Νέα Ζηλανδία που πραγματοποιήθηκε επί 1.000 παιδιών ηλικίας 5 -15 ετών, η οποία έρευνα είχε καταγράψει πόσες ώρες έβλεπαν τηλεόραση αυτά τα παιδιά. Τριάντα χρόνια αργότερα, η έρευνα δείχνει τα εξής: το μεγαλύτερο ποσοστό όσων έβλεπαν στην παιδική τους ηλικία περισσότερο από 3 ώρες τηλεόραση καθημερινά, δεν είχε καταφέρει να τελειώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση – σε αντίθεση με το μεγαλύτερο ποσοστό όσων έβλεπαν λίγη τηλεόραση, οι οποίοι κατάφεραν να πάρουν πτυχίο ΑΕΙ (Ανώτερου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος). 
 Επίσης η έρευνα που διεξήχθη από το Εγκληματολογικό Ερευνητικό Κέντρο του Niedersachsen, έδειξε ότι οι σχολικές επιδόσεις παιδιών 10 ετών, που είχαν μέτρια ή μεγάλη ενασχόληση με παιχνίδια πολέμου (τα οποία είναι ακατάλληλα για ανήλικους, 
δηλαδή, κατάλληλα από 18 ετών και άνω) ήταν αρκετούς βαθμούς κατώτερες, του μέσου όρου, οι επιδόσεις των παιδιών αυτών, σε αντίθεση με τις σχολικές επιδόσεις παιδιών που δεν είχαν ξαναπαίξει ποτέ τέτοια παιχνίδια, οι οποίες επιδώσεις ήταν αρκετούς βαθμούς ανώτερες από την βαθμολογία του μέσου όρου.

Ποιο θα είναι το μέλλον της εκπαίδευσης;

Υπάρχουν γονείς, όπως ο Gerhard Florin μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Αμερικανικής εταιρείας Electronic Arts, που πιστεύουν ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να αλλάξει και να ακολουθήσει τα γρήγορα βήματα των υπολογιστών, με τη χρήση των οποίων ορισμένα παιδιά δεν έχουν ποτέ πρόβλημα συγκέντρωσης για ώρες, σε σύγκριση με την παραδοσιακή διδακτική ώρα, κατά την διάρκεια της οποίας τα εν λόγω παιδιά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν.
 Τα παιδιά του γονέα αυτού έμαθαν να διαβάζουν με το παιχνίδι Pokemon, στο οποίο υπάρχουν πολλές λέξεις και τώρα πλέον κανονίζουν μόνα τους, μετά το καθημερινό διάβασμα και τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες, την ώρα του παιχνιδιού, στο ειδικό δωμάτιο όπου βρίσκονται οι υπολογιστές.
 Όμως, παρόλο που είναι υπέρμαχος της ενασχόλησης των παιδιών με τον υπολογιστή, η τηλεόραση είναι για εκείνον ένα μέσο το οποίο τα παιδιά του (που τώρα είναι 12 ετών) δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν ελεύθερα.
Πιστεύει ότι, όπως οι γονείς διαλέγουν τα βιβλία που δίνουν στα παιδιά τους να διαβάσουν, έτσι θα έπρεπε να διαλέγουν και τα παιχνίδια που θα παίζουν στον υπολογιστή ή θα βλέπουν στην τηλεόραση.


Συμπέρασμα

Είναι αποδεδειγμένο ότι η τηλεόραση, καθώς επίσης και ο Η/Υ, έχουν αρκετές επιπτώσεις στη διαμόρφωση του χαρακτήρα αλλά και των ικανοτήτων των παιδιών, σε προσχολική και σχολική ηλικία.
 Κοινωνικοί λόγοι αλλά και πρακτικοί (χρήση του Η/Υ για έρευνα σε σχολικές εργασίες, εύκολη λύση για τους γονείς, ώστε τα παιδιά τους να απασχολούνται) έχουν τοποθετήσει τον Η/Υ και την τηλεόραση στην οικογενειακή καθημερινότητα.
 Αυτή η πραγματικότητα κάνει επιτακτική την ελεγχόμενη και επιλεκτική γνωριμία των παιδιών με τα μέσα αυτά, με στόχο να αποφευχθεί μια αλόγιστη χρήση της τηλεόρασης ή του Η/Υ σαν μέσο πολύωρης απασχόλησης των παιδιών.
 Οι γονείς καλούνται λοιπόν όχι να απαγορεύσουν και να αποκλείσουν τα παιδιά με δραστικά μέτρα και τιμωρίες, αλλά αντιθέτως να συνεργαστούν και να πάρουν μέρος στην ενασχόληση των παιδιών τους με τα νέα τεχνολογικά μέσα, εκμεταλλευόμενοι αυτή την ευκαιρία για μάθηση και ψυχαγωγία για όλη την οικογένεια – λαμβάνοντας πάντα υπόψη κριτήρια που ισχύουν για την ηλικία του παιδιού τους. 

Συμβουλές για γονείς:
  • Όταν βλέπουν τα παιδιά σας τηλεόραση, διαλέξτε τις εκπομπές και δείτε τις εκπομπές αυτές όσο γίνεται μαζί τους.
  • Ενημερωθείτε περισσότερο ως γονείς για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια,      έτσι ώστε να έχετε έγκυρη γνώμη και σωστή επίβλεψη στην επιλογή του είδους των παιχνιδιών από τα παιδιά σας.
  • Μοιραστείτε το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό των παιδιών σας για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που με προσοχή έχετε επιλέξει, δημιουργήστε μια ευκαιρία να περάσετε χρόνο μαζί τους, με χαλαρό τρόπο, αλλά και να λειτουργήσετε ως φίλτρο συζητώντας μαζί τους για το περιεχόμενο των παιχνιδιών αυτών.
  • Συζητήστε μαζί τους για το τι τους έκανε εντύπωση και εντάξετε αυτές τις καταστάσεις σε συμβολικά παιχνίδια και παραμύθια (για παιδιά προσχολικής ηλικίας).
  • Διερευνήστε αν η υπερβολική ενασχόληση του παιδιού σας με τον Η/Υ ή την τηλεόραση υποδηλώνει κάποια συναισθηματική δυσκολία.
  • Μην απαγορεύετε στα παιδιά να έχουν συναισθηματικές αντιδράσεις σε αυτά που βλέπουν.
  • Mην τα τιμωρείτε ή να τα χλευάζετε, όταν ενθουσιάζονται με τα νέα τεχνολογικά μέσα.
  • Μην επιτρέπετε την τηλεόραση πριν τον παιδικό σταθμό ή το σχολείο ή το πρωινό.
         
Πηγές: ΄


Σύμφωνα με : https://tvxs.gr/news/paideia/paidi-tileorasi-kai-ypologistis-ti-prepei-na-gnorizoyn-oi-goneis

  • http://www.lifeline.de/special/familie_erziehung/computer_tv_handy/content-128600.html
  • http://www.bzga.de/;uid=3244d6625a8efadab0bd8dfdb5d3c867&id=maine3
  • http://www.lifeline.de/special/familie_erziehung/computer_tv_handy/content-128603.html
  • http://www.heise.de/newsticker/meldung/55118
  • http://www.allaboutvision.com/parents/children-computer-vision-syndrome.htm
  • http://www.guardian.co.uk/Archive/Article/0,4273,4241769,00.html
  • http://en.allexperts.com/q/Internet-Kids-3139/Hi-wondering.htm 
  • «Πως να μιλήσετε σε ένα παιδί σας για......», Το βιβλίο της «Γραμμής-Σύνδεσμος» για τους γονείς, Εκδόσεις ΚΟΑΝ, ISBN 978 960 7895 76 9 
  • Περιοδικό Spiegel, Τεύχος Nr.20/14.5.07    

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΠΑΙΔΙ: ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

Η κατακτηση της ομιλiας και η  κατανοηση της γλωσσας  απο το παιδι[1]


Ήδη το παιδί, από τον 15ον  μήνα της ηλικίας του, κατανοεί   μεγάλο αριθμό προτάσεων, έστω και αν η κατανόηση ξεκινά πολύ νωρίτερα. Εκτιμούμε εξάλλου ότι  τα θεμέλια του γλωσσικού συστήματος δομούνται γύρω   στην ηλικία των 4 ετών, και  ακόμη σε αυτή την ηλικία, η εκμάθηση της γλώσσας βρίσκεται στο ξεκίνημά της, απαιτώντας  αρκετό χρόνο ακόμη για να αποπερατωθεί.  Επομένως, το παιδί, μέχρι την ηλικία των 33 μηνών,  «μαθαίνει»  το ουσιώδες της μητρικής του γλώσσας – δηλαδή, κατά τις πρώτες 1000 μέρες της ζωής του, κατόπιν συνεχής και καθημερινής «άσκησης».

Συμφώνα με τον DMcCARTHY (1952), το παιδί των 18 μηνών, που βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της μιας λέξης (μαμά, γάλα, νερό, ψωμί,…), μόλις που αρχίζει να χρησιμοποιεί και να ομαδοποιεί πέραν της μιας λέξης (γάλα, θέλω γάλα, νερό, θέλω νερό,…).  Στα 2 ½  του χρόνια, ένα χρόνο αργότερα, φτιάχνει προτάσεις των 2 ή 3 λέξεων (θέλω γάλα, μαμά θέλω γάλα,…).
Γύρω στα 3 ½  του χρόνια, οι προτάσεις του είναι ολοκληρωμένες και περιλαμβάνουν μέσον όρο 4 λέξεις (θέλω να πάω σπίτι,…).  Στα 7 ½  του χρόνια, οι προτάσεις του  παιδιού περιλαμβάνουν 6 λέξεις (θέλω να παίξω με τον Νίκο,…).

Σύμφωνα με τον BYRD (1927), η μορφή των προτάσεων που εκφέρει ένα παιδί θα πλησιάσει εκείνη του ενήλικα, μόνο όταν το παιδί γίνει 8 χρονών.   Εξ άλλου, μια μελέτη του CHOMSKY, που αφορούσε στη σύνταξη μιας πρότασης, έδειξε ότι κάποιες συντακτικές δομές προτάσεων, ιδιαίτερα δύσκολες, όπως, για παράδειγμα:
 « Ο Ανδρέας ρώτησε τον Γιώργο τι θα κάνει», δεν κατανοούνται ακόμη πλήρως από τα παιδιά της ηλικίας των 10 χρόνων.

O VAN HATTUM  (1955) σημειώνει ότι η άνεση στον λόγο και η προφορά των συμφώνων δεν φτάνουν στην πλήρη ωριμότητά τους, παρά μόνο στην ηλικία των 8 χρονών.

Επίσης, φαίνεται ότι η ακουστική διάκριση των φωνημάτων (δηλαδή των συμφώνων και των φωνηέντων) δεν αναπτύσσεται, παρά μόνο γύρω στην ηλικία των 7 χρονών (R.S.TIKOFSKY και J.R. MC ΙNISH, 1968).

Συνεπώς, η κατάκτηση της γλώσσας από ένα παιδί, δεν ολοκληρώνεται τόσο γρήγορα από ό,τι νομίζουμε.






[1] Μετάφραση και επιμέλεια:  ΝΙΚΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ
Πηγή: MARIE – MADELEINE BRAUN – LAMESCH (LABORATOIRE DE  PSYCHOLOGIE, UNIVERSITÉ DE POITIER, στο  “ LE RÔLE DE L’  IMITATION DANS L’ ACQUISION DU LANGAGE”, EFNANCE, SEPTEMBRE – DECEMBRE 1972  (NUMERO SPÉCIAL ).

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Γράμμα στους ασθενείς μου

Αγαπητοί ασθενείς
Το πρώτο σημαντικό πράγμα που νομίζω ότι οφείλω να σας πω είναιτούτο:
Ελάτε όπως είστε !

Μην ανησυχείτε και μη φοβάστε !

Εσείς που έχετε ανάγκη βοήθειας και υποστήριξης, είτε στιγμιαία είτε μακροπρόθεσμα, εσείς που έχετε ανάγκη να σας ακούσουν, που έχετε ανάγκη ενός χώρου όπου θα είστε εσείς ! και όπου θα τύχετε πλήρη σεβασμού, σας διαβεβαιώνω ότι έχετε πραγματοποιήσει το πιο δύσκολο, κάνατε δηλαδή το πρώτο βήμα !

Η θεραπεία θα είναι αυτή την οποία θα κάνετε εσείς να είναι.

Λοιπόν, ο ψυχολόγος σας οφείλει να σας ακροάζεται και οφείλει να σας προτείνει έναν χώρο όπου θα μπορείτε να είστε ο εαυτός σας ! όπου η προσωπικότητά σας και η ταυτότητά σας θα μπορέσουν να αναδυθούν.    
Αυτός ο χώρος θα είναι δικός σας, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που θα τον επενδύετε ψυχικά. Είναι μια επένδυση για σας, για την ευεξία σας. Είναι λοιπόν σημαντικό να αισθάνεστε ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας κατευθύνει και να σας οδηγεί προς μια κατεύθυνση, την οποία δεν θα επιθυμούσατε εσείς ο ίδιος να ακολουθήσετε.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, τον οποίο θα χρειαστείτε για να καταλάβετε προς τα πού κατευθύνεστε, ο ψυχολόγος σάς ακροάζεται και δεν σας επηρεάζει. Μην αποδεχτείτε τους άλλους να σας εξουσιάζουν, όποιοι και να είναι αυτοί.  Η θεραπείας σας έχει ένα στόχο : να αναλάβετε τη ζωής σας, τη  δική σας ζωή η οποία  σας ανήκει, αποκτώντας επαρκή αυτονομία και κάνοντας τις δικές σας επιλογές, όποιες και να είναι αυτές.

 Καμία κριτική δεν πρέπει να σας ασκηθεί !

Η ζωή σας είναι, και κανείς δεν μπορεί να τη βιώσει στη θέση σας. Τα βιώματά σας είναι προσωπικά και κανείς δεν μπορεί να τα βιώσει διαφορετικά απ’ ό,τι τα βιώνετε εσείς.

Παραμείνετε στη θεραπεία σας όσο εσείς κρίνετε αναγκαίο !

Εσείς είστε που θα αισθανθείτε να μην έχετε πλέον ανάγκη να στηρίζεστε πάνω σε κάποιον.

Βρείτε χρόνο για τα αποχαιρετιστήρια !

Το να συναντηθείτε μια τελευταία φορά, το να μπορέσετε να αποχαιρετήσετε τον ψυχολόγο σας, αυτό δηλώνει ότι η θεραπεία σας είχε καλή κατάληξη.

Ευχαρίστησή μου ήταν,  που μοιράστηκα μαζί σας αυτά τα πρώτα βήματα της θεραπευτικής σας πορείας…

[στο http://www.catherine-meyer.com/blog/lettre-a-mes-patient-e-shtm. Μετάφραση και διασκευή: Νίκος Αγαθοκλέους]

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Δικανική ψυχολογική αξιολόγηση : υπόθεση βιασμού

Η παρακάτω Ψυχολογική Κλινική  Αξιολόγηση αφορά νεαρή γυναίκα 20 χρόνων, η οποία κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι «βιάστηκε από νεαρό άνδρα 28 χρόνων», ο οποίος, από τη δικιά του μεριά, διατείνεται ότι «ναι μεν ήλθε σε σεξουαλική επαφή μαζί της, αλλά με τη θέλησή της».




Τις 00 Ιουνίου 0000


ΘΕΜΑ: Ψυχολογική Κλινική  Αξιολόγηση της Πηνελόπης Κ., με  Ημερ. γέννησης : 00/00/1986 & Α.Δ.Τ. : 000000.



          Το παραπάνω άτομο εξετάστηκε στο Κέντρο  Ψυχολογικής Στήριξης... στις 09/05/0000, 11/05/0000, 18/05/0000 και 06/06/0000, ύστερα από γραπτό αίτημα του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων..., ημερομηνίας 00 Μαΐου 0000.
           Τα παρακάτω ευρήματα εξήχθησαν ύστερα από την Κλινική Ψυχολογική Διερεύνηση, στην οποία υποβλήθηκε η Πηνελόπη Κ., που περιελάμβανε Κλινικές Ψυχολογικές Συνεντεύξεις και χορήγηση των Δοκιμασιών WECHSLER-WAIS (Κλίμακες νοημοσύνης για ενήλικες) και του Τ.Α.Τ. (Τεστ Θεματικής Αντίληψης - Προβολικό Ψυχοδιαγνωστικό Τεστ Προσωπικότητας).
          Διαπιστώνεται ότι η προαναφερόμενη από πλευράς νοημοσύνης βρίσκεται κάτω του φυσιολογικού σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό της ίδιας ηλικίας με αυτή, με ένδειξη βαθμού νοητικής επάρκειας: «Νοητική Στέρηση - ελαφριάς μορφής». Η αφαιρετική και κριτική της ικανότητα όπως και οι άλλες ανώτερες ψυχικές λειτουργίες (σκέψη, μνήμη, προσοχή, αντίληψη, σύνθεση, ανάλυση) λειτουργούν κάτω του φυσιολογικού, χωρίς ωστόσο να παρατηρείται οποιαδήποτε οργανική βλάβη στον εγκέφαλο, που να επηρεάζει τις νοητικές λειτουργίες και τον τομέα της συμπεριφοράς.
          Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζει δυσκολίες υψηλότατου βαθμού (ολοκληρωτική έκπτωση) σε ό,τι αφορά στην ικανότητα συγκέντρωσής της, στην ικανότητα της άμεσης ακουστικής μνήμης και στην ικανότητά της να αναπαριστά νοητικά τον κόσμο που την περιβάλλει.
          Το Εγώ της προβάλλεται ως εξαιρετικά αδύναμο και χαρακτηρίζεται από μια καθήλωση της επιθυμίας της για ανάπτυξη και ωρίμανση. Παράλληλα, συνοδεύεται από έντονα καταθλιπτικά στοιχεία και έντονα αισθήματα κατωτερότητας και ντροπής. Πιο συγκεκριμένα, έχει ανάγκη να «πιάνεται» πάνω σε γνωστές, απτές, συγκεκριμένες καταστάσεις. Όμως, καταστάσεις συγκρουσιακές (στρεσογόνες, αγχογόνες) και άγνωστες, την κάνουν να καταφεύγει σε αμυντικούς μηχανισμούς προστασίας, όπως την ολική αποφυγή και απόσυρσή της, πράγμα που της δημιουργεί μαζικές νοητικές αναστολές και την καθιστά αδύναμη στο να αντεπεξέλθει, από μόνη της, των συγκρουσιακών και άγνωστων καταστάσεων.
                 Ο μηχανισμός σκέψης της παρουσιάζεται με περιορισμένες δυνατότητες (βραδύτητα στη σκέψη, στον λόγο, μειωμένη ικανότητα στον ειρμό ιδεών), ενώ το συναίσθημά της είναι απρόσφορο (δυσκολίες έκφρασης των συναισθημάτων της).
          Η σχέση της με τους άλλους είτε χαρακτηρίζεται από μια ολική άρνηση και αποφυγή της σύγκρουσης και της διαφορετικότητας είτε ο άλλος βιώνεται ως εξαιρετικά επικίνδυνος, πράγμα το οποίο της προκαλεί τρόμο, παραλυσία, μέχρι και κατάρρευση του Εγώ της.
          Η φύση του άγχους της αφορά στο φόβο απόρριψης και εγκατάλειψής της, μέχρι σημείου κατακερματισμού της. Παράλληλα, ο ναρκισσισμός της (αυτοεκτίμησή της) παρουσιάζεται ως εύθραυστος και η ταυτότητά της ως μη σταθερή.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
          Πρόκειται για άτομο που παρουσιάζει «Νοητική Στέρηση - ελαφριάς μορφής», καθώς επίσης η αφαιρετική και κριτική του ικανότητα όπως και οι άλλες ανώτερες ψυχικές λειτουργίες λειτουργούν κάτω του φυσιολογικού.

 Δεν παρατηρήθηκε οποιαδήποτε ενεργώς ψυχοπαθολογία ή ψυχωτική εκδήλωση (παραληρητικές ιδέες, παραισθήσεις, κ.λπ.) που να επηρεάζουν την επαφή της με την πραγματικότητα. Ωστόσο, η δομή της προσωπικότητάς της παρουσιάζει σοβαρές ναρκισσιστικές ανεπάρκειες, ενώ το Εγώ της χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικά αδύναμο και ευάλωτο, πράγμα που τη δυσκολεύει τόσο στη σύναψη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων όσο και στο να μπορεί, από μόνη της, να αντεπεξέρχεται των στρεσογόνων, αγχογόνων και άγνωστων καταστάσεων.

         Κρίνω ότι έχει μειωμένη επίγνωση των πράξεών της και των συνεπειών που απορρέουν από αυτές, είναι μειωμένες οι ικανότητές της να παρακολουθήσει και να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Ωστόσο, αν συνοδεύεται και στηρίζεται άμεσα από πρόσωπο το οποίο εμπιστεύεται και πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, δύναται να αντεπεξέλθει της δικαστικής διαδικασίας, ακολουθώντας τους δικούς της νοητικούς και ψυχικούς ρυθμούς.

          Παράλληλα, θεωρώ ότι η Πηνελόπη Κ. χρήζει άμεσης ψυχολογικής  υποστήριξης.

          Η έκθεση αυτή θεωρείται άκρως απόρρητη και θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά από την Αστυνομία στο πλαίσιο των ανακρίσεων που αφορούν στην υπόθεση της Πηνελόπης Κ.     


  
                Νίκος Αγαθοκλέους
                                                                                                              
                  ---------------------                  
               Κλινικός Ψυχολόγος
    (Πανεπιστημίου Lumière Lyon 2, Λυών, Γαλλία)                                                          

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Wisc III : μια ψυχολογική αξιολόγηση της χορήγησης του Wisc-III (στα Γαλλικά)

Bilan psychologique d’une passation Wisc III

By admin

[στο http://www.testqiofficiel.com/testqi/wisc/bilan-psychologique-d%E2%80%99une-passation-wisc-iii.html]

Bilan psychologique d’une passation Wisc III
Sommaire
I.      PRESENTATION DE L’ENFANT.. 3
II.     ANALYSE DES RESULTATS.. 4
A.    Analyse du QI TOTAL.. 4
1.    Analyse quantitative. 4
2.    Analyse qualitative. 4
B.    Analyse des résultats aux différents subtests. 5
1.   Comparaison entre la note standard et la moyenne des 10 subtests. 5
2.   Comparaison entre les 10 subtests (voir tableau 3) 6
III.        ANALYSE DES QI VERBAL ET DE PERFORMANCE.. -6-
A.     Le QI Verbal -6-
1.   Analyse quantitative. -6-
2.   Analyse qualitative. -8-
B.     Le QI Performance. -8-
1.   Analyse quantitative. -8-
2.   Analyse qualitative. -9-
IV.       CONCLUSION.. -10-

I.               Présentation de l’enfant

Le sujet est un petit garçon qui s’appelle Julien. Il est né en France le 15 juin 1996, il est donc âgé de 10 ans, 7 mois et 3 jours le jour de la passation.
Il est scolarisé en cours moyen 2 (CM2) dans une école primaire à Nanterre.
Il a deux grands frères âgés de 13 et 15 ans et une petite sœur âgée de 3 ans. Il vit avec ses deux parents, ses frères et sa sœur dans un appartement à Nanterre.
Ses deux parents sont algériens. Son père travaille dans le métro et sa mère est femme de ménage.
Quant à ses loisirs, il a spontanément évoqué le football, ses équipes préférées, ses joueurs préférés.
En ce qui concerne la passation du WISC III, elle s’est déroulée dans une salle qui est traversée par les autres enfants de l’école pour se rendre à la cour de récréation, mais cela n’a pas eu d’incidence sur la concentration de Julien. De même, quelques enfants passaient également des tests dans la même pièce mais cela n’a pas perturbé son attention.
En observant l’attitude et le comportement de Julien durant la passation du test, on peut dire qu’il était très attentif à ce qui lui était demandé mais il donnait l’impression d’être pressé de répondre. Il a dit qu’il était content d’être là, qu’il avait déjà passé un test l’année dernière et que cela lui avait plu. Il ne donnait pas l’impression de prendre le test au sérieux, il le prenait plutôt comme un divertissement.
Au début, il a été légèrement intimidé, il parlait doucement, mais au fur et à mesure il s’est détendu. Il n’avait pas l’air sûr de lui, à chaque réponse qu’il donnait il cherchait l’approbation du regard, il répétait souvent «je crois ». Il a souvent répondu avec une intonation interrogative. On peut supposer qu’il manque de confiance en lui, qu’il a besoin d’être rassuré, encouragé. Ses attitudes ainsi que son comportement dans le dialogue ne témoignent pas d’un haut degré d’assurance. Il parlait peu et pas très fort.
En ce qui concerne ses réactions devant la difficulté, on peut remarquer qu’il était mal à l’aise, il remuait beaucoup ses jambes, il se pinçait la bouche avec ses doigts, ses dents.  Lorsqu’il hésitait, il mettait sa main devant sa bouche, tirait sur les manches de son pull. Lorsqu’il n’était pas sûr de lui, il se répétait souvent les consignes à voix basse, il chuchotait les opérations qu’il était en train de faire.

II.                Analyse des résultats

A.           Analyse du QI TOTAL

1.     Analyse quantitative

Le tableau 1, ci-dessous, indique les notes standard, ainsi que le QI, le rang percentile et l’intervalle de confiance pour l’échelle verbale, l’échelle de performance et l’échelle totale.
Tableau 1 : récapitulatif des résultats

Notes standard
QI/ Indice
Rang percentile
Intervalle de confiance à 90%
Echelle verbale
41
88
21
83 – 95
Echelle de performance
47
95
37
88 – 103
Echelle totale
88
91
27
86 – 97
Julien a obtenu un QI verbal de 88, ce qui est inférieur à la moyenne et un QI de performance de 95. Ses résultats ne sont pas homogènes, on distingue un écart de 7 points entre le QI verbal et le QI performance.
Pour l’échelle verbale, Julien se situe au 21 ème rang ; pour l’échelle de performance au 37 ème rang et pour le QI total au 27 ème rang d’une distribution normale.  Le sujet a un écart type à la moyenne entre – 2/3 (pour le QI verbal) et – 1/3 (pour le QI de performance). Ces résultats montrent que son développement intellectuel se situe dans la moyenne. En effet, son QI total est de 91, il est compris entre 90 et 109 donc il se situe dans la moyenne. Mais on peut tout de même dire qu’il a un QI moyen faible.

2.     Analyse qualitative

En s’intéressant au profil des notes standards (voir Annexes), on peut constater que ses résultats sont assez nuancés. Il a obtenu les notes standard les plus élevées à l’échelle performance. Ainsi, aux subtests « Complètement d’images » et « Arrangement d’image » il a obtenu 12. En revanche, sa note la plus faible est de 5, qu’il a obtenu au subtest « Compréhension » faisant partie de l’échelle verbale. Il a obtenu 4 notes standard de 7 aux subtests « Similitudes », « Vocabulaire », « Code » et « Cube ».
La disparité des QI verbal et QI performance peut susciter notre attention afin que l’on se penche sur l’équilibre entre son  milieu social et ses capacités globales. Néanmoins on constate une meilleure réussite aux épreuves de performance. On peut supposer que l’entourage social ne stimule pas toutes les dimensions de l’intelligence ainsi que le potentiel de l’enfant. Nous pouvons également envisager qu’il soit plus à l’aise lorsqu’il s’agit de mobiliser des aptitudes autres que l’expression orale. En effet lors de la passation, le sujet s’exprimait davantage par expression faciale et posturale que verbalement. De plus, il se montrait plus enthousiaste face aux épreuves de performance que lorsqu’il s’agissait d’épreuves verbales.
Il sera intéressant de comparer dans un premier temps les notes standards à la moyenne des 10 subtests pour repérer les points forts et les points faibles du sujet.

B.           Analyse des résultats aux différents subtests

1.     Comparaison entre la note standard et la moyenne des 10 subtests

Sa moyenne des 10 subtests est de 8.8. Lorsqu’on compare chaque note standard obtenue aux subtests à la moyenne des dix subtests, on remarque que trois différences sont significatives. Pour les subtests « Complètement d’images » et « Arrangement d’images » les différences sont significatives positivement respectivement aux seuils .15 et .05. En ce qui concerne le subtest « Compréhension » la différence est significative négativement au seuil .05.
Nous pouvons également remarquer que les écarts à la moyenne sont davantage négatifs pour l’échelle verbale tandis qu’ils sont plutôt positifs pour l’échelle performance.
Tableau 2 : Echelle verbale et échelle de performance

Notes standard
Différences entre moyenne des 10 subtests et les notes standard
Seuil de signification
Information
11
+2.2
non significatif
Similitudes
7
-1.8
non significatif
Arithmétique
11
+2.2
non significatif
Vocabulaire
7
-1.8
non significatif
Compréhension
5
-3.8
significatif à .05
Complètement d’images
12
+3.2
significatif à .15
Code
7
-1.8
non significatif
Arrangement d’images
12
+3.2
significatif à .05
Cubes
7
-1.8
non significatif
Assemblage d’objets
9
+0.2
non significatif
Moyenne des 10
subtests
8.8


Cette analyse nous permet de constater que Julien a tout particulièrement réussi le subtest «  Complètement d’images » qui évalue l’esprit d’observation et d’analyse dans la mise en œuvre des aptitudes de perception et de reconnaissance visuelle. De même, il a obtenu un bon résultat au subtest « Arrangement d’images » qui évalue les aptitudes à saisir la logique des situations concrètes grâce à une projection dans le temps. Ainsi, nous pouvons supposer que les points forts de Julien sont sa capacité d’observation, sa compréhension de situations et sa logique appliquée au temps.
Par contre, sa note la plus faible a été obtenue au subtest « Compréhension » qui évalue les capacités d’intégration et d’investissement des normes parentales et sociales. Ceci nous amène à nous poser des questions sur son expérience de vie sociale. On peut supposer qu’il a du mal à adapter ses comportements aux situations. On peut vérifier la fréquence d’apparition d’une telle différence, et on constate que seuls 10% des sujets de la population obtiennent une différence de 3.8 points entre le subtest « Compréhension » et la moyenne des notes aux dix subtests.

2.     Comparaison entre les 10 subtests (voir tableau 3)

Le tableau 3, ci-après, nous fournit pour toutes les paires possibles de subtests, si la différence est significative ou non aux seuils de .15 ou .05 ; ceci en comparaison à l’ensemble de la population.
Ainsi, nous pouvons constater que de nombreuses différences entre les subtests sont significatives statistiquement. On peut ainsi en déduire que ses résultats ne sont pas homogènes et qu’il est pertinent d’approfondir cette analyse.
Par exemple, en observant le subtest vocabulaire on peut constater une différence avec plusieurs subtests : au seuil. 05 avec « Similitudes », « Vocabulaire », « Compréhension », « Cubes » et au seuil. 15 avec « Code ».
Malgré le fait que l’écart entre le QI verbal et le QI performance ne soit pas égal ou supérieur à 12 et donc non significatif  au seuil .05 ; il semble pertinent d’effectuer une analyse plus profonde de cette différence entre les deux échelles, car on peut se pencher sur la question de son niveau de langue qui est évalué par le QI Verbal. La différence entre les deux types d’échelle pourrait ainsi ne pas être à négliger.

III.    Analyse des qi verbaux et de performance

A.     Le QI Verbal

1.       Analyse quantitative

Si on s’intéresse à la dispersion à l’intérieur de l’échelle verbale, on trouve les résultats présentés ci- dessous dans le tableau 4. Au sein de l’échelle verbale, il obtient des notes supérieures à la moyenne générale aux subtests « Information » et « Arithmétiques ». Le subtest « Compréhension » est le moins bien réussi, il obtient 5. Yazid n’obtient pas la moyenne à trois subtests : « Similitudes », « Vocabulaire » et « Compréhension ».  Il a une moyenne aux cinq subtests de 8,2 ; ce qui est inférieur à la moyenne générale.
On remarque que les différences entre les notes standard et la moyenne des notes aux cinq subtests ne sont pas significatives pour les subtests « Similitudes » et « Compréhension » tandis que c’est significatif pour les trois autres subtests. Ainsi, cette différence est significative à .15 pour « Information » et « Arithmétique » et à .05 pour « Compréhension ». Les différences entre la moyenne des cinq épreuves et ces subtests ne sont donc pas dues au hasard, elles sont statistiquement significatives. « Information » et « Arithmétiques » ont des différences positives à la moyenne tandis que « Compréhension » a une différence négative.
Tableau 3 : Différences et seuil de signification entre les notes standard des 10 subtests

Information
Similitudes
Arithmétique
Vocabulaire
Compréhension
Complètement d’images
Code
Arrangement d’images
Cubes
Assemblage d’objets
Information

significatif à .05
non significatif
significatif à .05
significatif à .05
non significatif
significatif à .15
non significatif
significatif à .05
non significatif
Similitudes
4

significatif à .05
non significatif
non significatif
significatif à .05
non significatif
Significatif à .05
non significatif
non significatif
Arithmétique
0
4

significatif à .05
significatif à .05
non significatif
significatif à .05
non significatif
significatif à .05
non significatif
Vocabulaire
4
0
4

Non significatif
significatif à .05
non significatif
significatif à .05
non significatif
non significatif
Compréhension
6
2
6
2

significatif à .05
non significatif
significatif à .05
non significatif
significatif à .15
Complètement d’images
1
5
1
5
7

significatif à .05
non significatif
significatif à .05
non significatif
Code
4
0
4
0
2
5

significatif à .05
non significatif
non significatif
Arrangement d’images
1
5
1
5
7
0
5

significatif à .05
non significatif
Cubes
4
0
4
0
2
5
0
5

non significatif
Assemblage d’objets
2
2
2
2
4
3
2
3
2


Tableau 4 : Echelle verbale

Information
Similitudes
Arithmétique
Vocabulaire
Compréhension
Moyenne des notes standard aux 5 subtests
Notes brutes
15
9
18
18
9

Notes standard
11
7
11
7
5
8,2
Différences entre moyenne des 5 subtests et notes standard
+2.8
-1.2
+2.8
-1.2
-3.2

Seuil de signification
significatif à .15
non significatif
significatif à .15
non significatif
significatif à .05

1.      2. Analyse qualitative
Les résultats de Julien aux épreuves de l’échelle verbale montrent qu’il n’a pas un niveau de développement du langage très élevé. La pensée catégorielle et la conceptualisation évaluées par Similitudes ne révèlent pas de déficit important même s’il n’obtient pas la moyenne. De même, les aptitudes à exprimer ses idées par des phrases, à travers une pensée élaborée et concise, évaluées par le subtest « Vocabulaire » ne révèlent pas de déficit important. Mais, il est important de prendre en compte la construction de ses phrases à l’oral, son niveau de langue. Ainsi lorsqu’on s’intéresse aux points obtenus au subtest « Vocabulaire » par exemple, on constate que ces points ont été obtenus pour la plupart de justesse, il a souvent fourni des réponses à un point. Lors de la passation, on pouvait constater un malaise à l’oral, lorsqu’il se trouvait confronté à devoir expliquer des idées, comme au subtest « Similitudes ». On pouvait ressentir un agacement de sa part du fait qu’il n’arrivait pas à exprimer ce qu’il voulait dire. On peut supposer que c’est pour cette raison qu’il préférait répondre rapidement sans chercher à approfondir afin de pouvoir passer à autre chose.
On peut également se demander si la langue parlée chez lui est autre que la langue française du fait de ses origines. Il ne connaissait pas le sens de certains mots couramment employés, comme « périmé » par exemple. Lorsqu’il ne connaissait pas la bonne réponse, il répondait « je ne sais pas » mais parfois il préférait inventer une réponse plutôt que de ne rien dire. On peut constater tout au long de la passation que son niveau de langage n’est pas très développé. On peut supposer que son milieu socioculturel ne favorise pas la maîtrise de la langue et qu’il est peu stimulé pour l’apprentissage de nouveaux mots.

B.    Le QI Performance

1.      Analyse quantitative

De même, si on s’intéresse à la dispersion des notes à l’intérieur de l’échelle de performance, on peut remarquer que les différentes épreuves  sont plus ou moins bien réussies que d’autres comme le montre le tableau 5 ci-dessous. Julien obtient des notes supérieures à la moyenne générale aux subtests « Complètement d’images » et « Arrangement d’images ». Ses notes aux subtests « Code », « Cubes » et « Assemblage d’objets » sont inférieures à la moyenne générale. Sa moyenne pour l’échelle de performance est de 9 .4 ; ce qui est encore inférieur à la moyenne générale. La différence entre la moyenne des notes aux cinq subtests et les notes à « Arrangement d’images » et « Cubes » est significative à .15. Elle est positive pour « Arrangement d’images » et négative pour « Cubes ».
Tableau 5 : Echelle de performance

Complètement d’images
Code
Arrangement d’images
Cubes
Assemblage d’objets
Moyenne des notes standards aux 5 subtests
Notes brutes
21
39
32
30
27

Notes standards
12
7
12
7
9
9.4
Différences entre la moyenne des 5 subtests et notes standard
2.6
-2.4
2.6
-2.4
-0.4

Seuil de signification
non significatif
non significatif
significatif à .15
significatif à .15
non significatif

2.     Analyse qualitative

En ce qui concerne l’échelle de performance, Julien manifestait d’une façon flagrante un plus grand intérêt pour ces épreuves que pour celles de l’échelle verbale. Il s’investissait davantage et ne manifestait pas de frustration à ne pas pouvoir répondre. Il avait moins la crainte de se tromper que pour les subtests verbaux. Il a tout particulièrement réussi au subtest « Arrangement d’images ». Lors de la passation de cette épreuve, il était très enthousiaste, il l’avait plutôt prise pour un jeu. Il semblait prendre plaisir à remettre les images dans l’ordre, il essayait de le faire le plus rapidement possible. On peut ainsi supposer qu’il sait saisir une situation dans son ensemble avec la notion du temps mais également anticiper des conséquences. En revanche, il a particulièrement échoué au subtest « Cubes ». Julien ne semblait pas du tout motivé pour passer cette épreuve, il a répété plusieurs fois que c’était difficile. On sait que ce subtest mesure les capacités d’abstraction et de représentation de l’espace géométrique, la structuration spatiale, la latéralisation, l’orientation et la coordination visuo-motrice mais surtout l’aptitude analytique. On peut donc supposer qu’il rencontre des difficultés à analyser un concept abstrait et synthétiser. Cela est peut-être dû à l’incapacité à s’auto corriger, de prendre une décision et de jugement. Mais il faut noter qu’il semblait totalement déstabilisé face aux cubes, posait plusieurs questions, tournait la tête pour regarder la figure sous plusieurs angles. On peut se demander s’il n’a pas un problème d’orientation spatio-temporelle. À la fin de la passation, il a dit que c’est l’épreuve qu’il a le moins appréciée.
Dans l’ensemble Julien n’a pas de déficit dans le développement de son QI Performance qui est légèrement inférieur à la moyenne.

IV. Conclusion

Suite à la passation des épreuves du Wisc III, nous avons obtenu diverses informations sur Julien. Son QI Verbal est de 88, son QI Performance est de 95 et son QI Total est de 91, ce qui signifie qu’il se situe dans la moyenne par rapport à la population générale.
La différence entre son QI Verbal et son QI Performance est de 7, ce qui n’est pas significatif. Mais, il a été intéressant d’analyser chaque échelle de développement suite à des constats de gêne dans son expression orale.
En ce qui concerne ses résultats à l’échelle de performance, ils sont majoritairement supérieurs à ceux de l’échelle verbale. On peut supposer qu’il a un esprit d’observation et d’analyse et qu’il réussit particulièrement lorsqu’il s’agit de compréhension de situations et de logique.
En revanche, dans l’ensemble ses résultats à l’échelle verbale sont inférieurs à la moyenne mais on remarque que certains subtests sont mieux réussis que d’autres, ce qui nous laisse penser que le développement verbal n’est pas très homogène. On peut supposer que si son environnement social s’améliore et le stimule davantage, il pourrait avoir une meilleure maîtrise de la langue.
Julien est âgé de 10 ans, 7 mois et 3 jours. Toutefois, suite à ces épreuves, il obtient un âge moyen d’environ 9 ans et 8 mois. Il faut se préoccuper de la manière dont il pourrait progresser afin que ses lacunes s’estompent.
Il serait intéressant d’analyser ses résultats scolaires afin de savoir si ce que révèle ce test est en accord avec ses compétences.
De plus, pour écarter l’hypothèse que son attitude face au subtest « Cubes » résulte d’un trouble d’orientation spatiale et temporelle, on pourrait lui administrer le test de la figure complexe de Rey. Il s’agit d’un test de copie et de reproduction de mémoire d’une figure géométrique complexe. Ce test perceptivo- moteur fait appel à l’intelligence générale du sujet, ainsi que ses aptitudes à la structuration perceptive. Il permet de déceler les troubles congénitaux ou acquis de la structuration spatiale.
Ensuite, afin de mesurer plus précisément ses aptitudes verbales il serait intéressant de lui administrer un test de vocabulaire.
Enfin, afin de le connaître davantage, il serait intéressant de lui administrer un test de personnalité comme le Questionnaire de personnalité pour enfants ou le NEO PI-R. En effet, ce jour-là il ne paraissait pas sûr de lui et n’était pas persévérant. Il faudrait donc savoir si c’est habituel ou si c’était seulement ce jour-là pour une raison quelconque comme la fatigue ou le manque d’intérêt pour ce test.
Ainsi, il serait pertinent d’intégrer à ces informations d’autres renseignements provenant de sources différentes comme l’histoire de cet enfant, ses résultats scolaires et ses performances à d’autres tests.
Sources
psycho.univ-lyon2.fr/article.php3?id_article=164
eeip.free.fr/JCT_wisc_III.html
wisconline.org/