Σελίδες

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Επικινδυνότητα και ανθρωποκτονία

Νίκου Αγαθοκλέους
Κλινική Ψυχολογία, Ψυχοπαθολογία, Ψυχανάλυση
-Diplôme d’Études Supérieures Spécialisées. Psychologie clinique et pathologique​ - 3ος Κύκλος σπουδών
​-​Maîtrise, Licence. Ψυχολογία - 2ος Κύκλος σπουδών. 
​-​D.E.U.G. Ψυχολογία - 1ος Κύκλος σπουδών
​(​Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Σπουδών Lumière Lyon 2​,  Λυών, Γαλλία )

​-​Ιατρική Ψυχολογία (A.E.U.)
​-​Δικανική Ψυχιατρική & Κλινική Εγκληματολογία (A.E.U.)
Πανεπιστήμιο Ιατρικής Claude Bernard Lyon 1, Λυών, Γαλλία) 


Εικόνα παρμένη από το Le journal des psychologues
Θα επιχειρήσω να καταθέσω κάποιες (γενικές) απόψεις γύρω από το ζήτημα της επικινδυνότητας, το οποίο από μόνο του, ενέχει μια υπερπολυπλοκότητα, και όχι μόνο, είναι άμεσα συναρτημένο με τις εκάστοτε οικογενειακές, κοινωνικές, πολιτικές συνθήκες…, για να μπορέσει να εκδηλωθεί.

Κατ’ αρχήν, ως προς το ερώτημα : "Ποιος μπορεί να καταστεί επικίνδυνος;" η απάντηση είναι μάλλον απλή: "Όλοι μας, δυνητικά τουλάχιστο, δυνάμεθα να καταστούμε επικίνδυνοι", φτάνει να βρεθούμε σε συνθήκες όπου συνυπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μας οδηγούσαν στο να εκδηλώσουμε βίαιες, ανθρωποκτόνες συμπεριφορές (π.χ. να σκοτώσουμε κάποιον ή και τον εαυτό μας) ή "ακραίες" συμπεριφορές (π.χ. να προβούμε σε ανθρωποφαγία: τρανταχτό παράδειγμα είναι η περίπτωση του αεροπλάνου που συνετρίβη στα όρη των Άνδεων, και οι επιζήσαντες, για να επιβιώσουν, προέβησαν στην ανθρωποφαγία, τρώγοντας τους νεκρούς· κανείς ενδεχομένως από αυτούς, αν ερωτάτο πριν, κατά πόσο θα προέβαινε σε μια τέτοια πράξη, θα απαντούσε καταφατικά, και όχι μόνο, θα εκδήλωνε μάλλον μια απέχθεια.). Κατά τον ίδιο τρόπο, αν κάποιος μας ερωτούσε κατά πόσο θα μπορούσαμε να προβούμε σε ανθρωποκτονία, μόνο αηδία θα μπορούσε να μας προκαλούσε μια τέτοια ερώτηση. Και όμως…

Συνεπώς, είναι οι συνθήκες, έτσι όπως διαμορφώνονται, που οδηγούν κάποιο σε μια ακραία, απεχθή, κατά τ’ άλλα για την κοινωνία, πράξη. Και το να καταφεύγει κανείς σε ακραίες συμπεριφορές, η αιτία είναι πάντοτε λόγοι επιβίωσης, βιολογικής ή και ψυχικής επιβίωσης.

Ας αναφέρουμε εξ αρχής ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές έρευνες, πολύ ολιγότερα είναι τα εγκλήματα που διαπράττονται από σοβαρά ψυχικά πάσχοντες σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, που δεν έχει διαγνωστεί με σοβαρή ψυχική ασθένεια. Και αυτό που ακούμε κάποιες φορές από ανθρώπους να λένε λαϊκά: «οι περισσότεροι τρελοί είναι έξω από τα φρενοκομεία!» έχει βάση, με την έννοια ότι είναι μύθος ότι τα εγκλήματα ως συνήθως διαπράττονται από άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Η αλήθεια είναι ότι κινδυνεύουμε πολύ περισσότερο να χάσουμε τη ζωή μας από ανθρώπους με τους οποίους συνδεόμαστε συναισθηματικά και όχι από έναν άγνωστο, και αυτό, διότι, όπου δημιουργείται συναισθηματικός δεσμός (αυτό που λέμε "αγάπη", ταυτόχρονα εγκαθίσταται και το μίσος, και αν θέλουμε να είμαστε συγκεκριμένοι, η αγάπη γεννιέται μέσα από το μίσος, με την έννοια ότι το παιδί, μεγαλώνοντας, θα έχει να αντιμετωπίσει πρώτα το ζήτημα της καταστρεπτικότητας (του μίσους, δηλαδή  το μίσος προηγείται της αγάπης, απ’ όπου βαθμιδόν θα κάνει την εμφάνισή της η αγάπη για τους άλλους. Συνεπώς, το θέμα της καταστρεπτικότητας δύναται να "έχει το επάνω χέρι" και να εκδηλωθεί ενίοτε με ακραίο τρόπο, ο οποίος αφήνει άναυδους τους πάντες.

      Πολλοί επιχείρησαν να δώσουν ένα ορισμό στην «επικινδυνότητα», χωρίς ωστόσο η επιστημονική κοινότητα, αν όχι να συμφωνήσει, να συναινέσει· έστω ακόμη κι αν μερικοί διαχωρίζουν τη λεγόμενη «ψυχιατρική επικινδυνότητα» (η οποία βασίζεται επί του τρόπου με τον οποίο εκδηλώνονται τα συμπτώματα) από την «εγκληματολογική επικινδυνότητα» (κατευθυνόμενη βία). Παρόλα αυτά, η ασάφεια παραμένει. «Δυστυχώς», σημειώνει ο Καθηγητής Viaux, «κανένα ψυχολογικό τεστ ή  συνέντευξη [κλινική ψυχολογική συνέντευξη], μπορεί να προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια μια μελλοντική βιαιοπραγία. Η ανθρωποκτονία, όντας ένα ασυνήθιστο γεγονός, πιο δύσκολα προβλέπεται από ένα πιο συνηθισμένο γεγονός (π.χ. ενδοοικογενειακή βία), διότι οι πιθανότητες εμφάνισής της είναι ιδιαίτερα χαμηλές» (Viaux Jean-Luc, 2011, Les expertises en psychologie légaleEdition du Journal des psychologues).
Στην περιπτώσεις όπου οι κλινικοί ψυχολόγοι προβαίνουν σε αξιολόγηση της επικινδυνότητας, πέραν των ψυχοδιαγνωστικών προβολικών δοκιμασιών (Τ.Α.Τ. και το Rorschach) που θα χορηγήσουν, και τα οποία επιβάλλονται στις περιπτώσεις αυτές, η αξιολόγησή τους οφείλει να είναι (Viaux): 

1) δραστική και να διερευνά κατά τρόπο συστηματικό τους διάφορους τομείς των οποίων γνωρίζουμε τη σπουδαιότητα ως προς τη γένεση βίαιων συμπεριφορών· 


2) εξελικτική και να λαμβάνει υπόψη ορισμένες όψεις της εξελικτικής ιστορίας του ατόμου· 


3) να προβαίνει σε διαφοροποίηση των τριών συνιστωσών σχετικά με την επικινδυνότητα, όπως τις εντόπισε ο Steadman, α) τους παράγοντες κινδύνου [εκείνους δηλαδή που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης επικίνδυνων συμπεριφορών], β) την προκληθείσα βλάβη (ένταση και μορφή βίας που χρησιμοποιήθηκε) [στη περίπτωση που το άτομο ήδη προέβη σε βίαιη πράξη], γ) αποτίμηση της επικινδυνότητας.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 2003, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, θέλοντας να καταδείξει τις αυθαιρεσίες που διαπράττονται γύρω από το ζήτημα της επικινδυνότητας, γράφει: « "Η έννοια της επικινδυνότητας" δεν μπορεί να αξιολογηθεί, λόγω του ό,τι είναι  "συναισθηματικά φορτισμένη και, από επιστημονικής άποψης, απολύτως αβάσιμη" » (αναφ. Viaux).

Ας σημειώσουμε παρενθετικά ότι η έννοια της επικινδυνότητας ενέχει τρεις ουσιαστικές λειτουργίες: 

1) μια μυθική λειτουργία, που αποσκοπεί στην προστασία μας από μια φαντασιωσική καταστροφή [που δεν υφίσταται δηλαδή στην πραγματικότητα]· 


2) μια εργαλειακή λειτουργία: να κατονομαστεί δηλαδή το κοινωνικό κακό ώστε να οριοθετηθεί και να απομονωθεί, να νομιμοποιηθεί ο εγκλεισμός της βίας και ο απάνθρωπός της χαρακτήρας,…


3) μια παραδειγματική λειτουργία, δηλαδή, απομονώνοντας τον φορέα της επικινδυνότητας, παραδειγματίζονται οι υπόλοιποι και έτσι αποκαθίσταται η διατάραξη της κοινωνικής συνοχής και το αίσθημα δικαίου (Bogopolsky Y., αναφ. Viaux).

Παρακάτω, θα ακολουθήσουμε την  Έκθεση Εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής Ενδοοικογενειακών Ανθρωποκτονιών του Πανεπιστημίου του Louval (Québec, Canada, 2012) αναφέροντας μόνο κάποια σημεία.  (http://publications.msss.gouv.qc.ca/acrobat/f/documentation/2012/12-803-02.pdf)

Σε ό,τι αφορά στις διάφορες μορφές ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών, ας αναφέρουμε τις λεγόμενες «οικογενειοκτονίες»famillicide»), των οποίων ο δράστης είναι (σχεδόν) κατ’ αποκλειστικότητα ο άνδρας, και τα θύματα είναι  η σύζυγος, ένα ή περισσότερα ή όλα τα παιδιά, και μπορεί να ακολουθήσει αυτοκτονία (πέραν του 50% των περιπτώσεων) του  συζύγου. Δεν είναι επίσης σπάνιο το φαινόμενο, κατά την οικογενειοκτονία, να δολοφονηθούν κατοικίδια ζώα. Όταν η αυτοκτονία πραγματοποιείται αμέσως μετά τις ανθρωποκτονίες, ορισμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο «εκτεταμένη αυτοκτονία»suicide élargie»).

Στις περιπτώσεις ‘‘οικογενειοκτονιών’’ συνήθως ο δράστης είναι ο πατέρας (πέραν του 80% των περιπτώσεων). Επίσης, η βία, η οποία ασκείται εντός της οικογένειας, αποτελεί στοιχείο υψηλού κινδύνου σε ό,τι αφορά στη διάπραξη ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών. Πράγματι, η βία ανάμεσα στο ζεύγος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή σε πάμπολλες περιπτώσεις ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών και, κυρίως, στην ανθρωποκτονία συζύγου, παιδοκτονία και οικογενειοκτονία. Συνεπώς, ο γρήγορος εντοπισμός βίαιων καταστάσεων ανάμεσα στο ανδρόγυνο αποτελεί την καλύτερη πρακτική πρόληψη των καταστάσεων ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών.  

Εξ άλλου, πέραν των μισών περιπτώσεων των ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών διαπράττονται σε ένα περιβάλλον διάλυσης του γάμου μεταξύ των συζύγων, είτε ύστερα από δικαστική απόφαση (διαζύγιο) είτε εν αναμονή δικαστικής απόφασης (διάσταση). Έτσι, η ρήξη ανάμεσα στο ανδρόγυνο δεν γίνεται αποδεκτή συνήθως από τον σύζυγο που διαπράττει τις ενδοοικογενειακές ανθρωποκτονίες. Εκείνο που οι έρευνες φέρνουν στο φως είναι ότι πάμπολλοι δράστες ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών βρίσκονται σε κατάσταση μεγάλης απόγνωσης. Στις γυναίκες, πολλές παιδοκτονίες διεπράχθησαν σε συνθήκες επιλόχειας κατάθλιψης (προγεννητικά και μεταγεννητικά). Στους άνδρες, που διαπράττουν ανθρωποκτονία συζύγου (homicide conjugal), παιδοκτονία και, στις περιπτώσεις που λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, οικογενειοκτονία, εντοπίζονται  καταθλιπτικά σημεία συνδεόμενα συχνά με πάμπολλες συσσωρευμένες απώλειες, μεταξύ αυτών κι ο χωρισμός, καθώς επίσης και απόγνωση. Έτσι, η χωρίς καθυστέρηση εντοπισμού  της κατάθλιψης και της απόγνωσης, ως υπόβαθρο διάπραξης οικογενειοκτονίας στους άνδρες – και κυρίως στις περιπτώσεις που αυτοί αυτοκτονούν στη συνέχεια - αποτελούν σπουδαίας σημασίας στοιχεία, σε ό,τι αφορά στην πρόληψη των ενδοοικογενειακών ανθρωποκτονιών. Οι περιπτώσεις των ανδρών αυτών που αυτοκτονούν μετά τις ανθρωποκτονίες, εμφανίζουν συχνά παρανοϊκά χαρακτηριστικά, και μια ελαφριά κατάσταση μέθης παρατηρείται κατά τη διάπραξη της οικογενειοκτονίας. Και επειδή, ως επί τω πλείστον, οι οικογενειοκτονίες διαπράττονται με πυροβόλα όπλα (διότι το όπλο διευκολύνει και απλουστεύει τα σχέδια του δράστη στο να πραγματοποιήσει την ανθρωποκτονία), η έγκαιρη διάγνωση της κατάθλιψης και απόγνωσης συνεπάγεται και την απαγόρευση κατοχής πυροβόλου όπλου (αλλά και τη δυσκολία πρόσβασης σε αυτό), πράγμα που μειώνει κατά 2,7 φορές τον κίνδυνο διάπραξης ενδοοικογενειακής ανθρωποκτονίας.

Οι εν λόγω σύζυγοι επιθυμούν «να πάρουν μαζί τους την οικογένειά τους», και είναι αυτό, που ορισμένοι συγγραφείς αποκαλούν «εκτεταμένη αυτοκτονία». Αυτοί οι άνδρες περιγράφονται ως «συναισθηματικά εξαρτώμενοι» από την σύζυγό τους, δεν εκδηλώνουν καμία βίαιη συμπεριφορά και ταυτίζονται σε βάθος με τον ρόλο του πατέρα. Επίσης, αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως πηγή φροντίδας και προστασίας της οικογένειάς τους. Συνεπώς, ο κίνδυνος είναι αυξημένος στη παρουσία διαφόρων δυσκολιών (οικονομικών, διαπροσωπικών προβλημάτων, διάλυση γάμου ή άλλων), ώστε ο σύζυγος να δράσει και να δολοφονήσει τη σύζυγό του και όλα τα  παιδιά του. Αυτοί οι άνδρες έχουν την εντύπωση ότι η κοινωνία είναι απάνθρωπη και δεν βλέπουν κανένα μέλλον ούτε στη σύζυγό τους ούτε στα παιδιά τους. Το βασικό κίνητρο της οικογενειοκτονίας είναι να τους «απαλλάξει» (τη σύζυγο και τα παιδιά) προφανώς από μια εξίσου δυστυχισμένη και καταπονημένη ζωή.


***







Ομάδες εποπτείας της επαγγελματικής άσκησης των κλινικών ψυχολόγων


Νίκου Αγαθοκλέους

ΥΠΕΡΕΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΞΕΩΝ  
Γενική διαπίστωση είναι ότι,  οι πλείστοι, αν όχι όλοι, των κλινικών ψυχολόγων έχουν ανάγκες κλινικής εποπτείας και μάλιστα κατά τρόπο θεσμοθετημένο.

Ουσιαστικά, η κλινική εποπτεία παραπέμπει στην ανάλυση της καθημερινής άσκησης του επαγγέλματος του κλινικού ψυχολόγου, όχι μόνο ανάμεσα στον ίδιο και τους ασθενείς του, αλλά και ανάμεσα στους άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας με τους οποίους συνεργάζεται και, εν γένει, στην ανάλυση της επίδρασης που έχει ο θεσμός  (μέσα από τον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του) επί των καθημερινών κλινικών του παρεμβάσεων, όποιες και να είναι αυτές.

Παρακάτω σκιαγραφείται το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας τέτοιων ομάδων, καθώς επίσης και κάποιες θεμελιώδεις  αρχές  που διέπουν το πλαίσιο τους (στο wikipedia, υπό τον τίτλο: analyse des pratiques. Στο παρών  κείμενο γίνεται αναφορά στο επάγγελμα του ψυχολόγου).

Η εποπτεία της επαγγελματικής άσκησης πραγματοποιείται σε ένα πλαίσιο περισσότερο  ομαδικό παρά ατομικό, γι’αυτό και διεθνώς μιλάμε για «ομαδική εποπτεία» ( ή ανάλυση)  της επαγγελματικής άσκησης,  η οποία θέτει ως στόχο στο να επιτρέψει  στους συμμετέχοντες να αναπτύξουν μια στάση περισυλλογής για αυτά που κάνουν ή δεν κάνουν.

Πώς θα ξε-μπλέξω..; 
Στην περίπτωση των κλινικών ψυχολόγων, το πλαίσιο αυτό δηλώνει μια μέθοδο βελτίωσης και, εν γένει, επαγγελματικής ανάπτυξης, που βασίζεται στην εποπτεία (ανάλυση) των επαγγελματικών εμπειριών - όποιες και να είναι αυτές - , είτε είναι πρόσφατες είτε βρίσκονται σε εξέλιξη - και  οι οποίες παρουσιάζονται από τους συμμετέχοντες της ομάδας· εξυπακούεται ότι η  ομάδα συγκροτείται μόνο από κλινικούς ψυχολόγους. 

Οι ομάδες αυτές  δεν είναι ψυχοθεραπευτικές : το υλικό το οποίο παρουσιάζεται από τους κλινικούς ψυχολόγους σχετίζεται άμεσα με την άσκηση του επαγγέλματός τους  και της επαγγελματικής τους ταυτότητας και όχι της προσωπικής τους ζωής. Με άλλα λόγια, στις ομάδες αυτές επεξεργάζεται  το ‘‘πώς εμπλέκεται ο κλινικός ψυχολόγος στις επαγγελματικές του πράξεις’’.


Τι εννοούμε όταν λέμε εποπτεία της άσκησης (των κλινικών πράξεων) του κλινικού ψυχολόγου και τι εννοούμε επίσης με τον όρο άσκηση του επαγγέλματος του κλινικού ψυχολόγου;

Παραθέτουμε μερικά σημεία :

  1. Αυτά  που κάνει ο κλινικός ψυχολόγος και για τα οποία δε μιλά, διότι δεν ανταποκρίνονται κατ’ ανάγκη σ’ αυτά που του έχουν υποδειχθεί (ανατεθεί) να κάνει.

  1. Αυτά που επιθυμεί να πραγματοποιήσει και του παρουσιάζονται εμπόδια στο να τα πραγματοποιήσει : αφορά εμπόδια (από όπου και αν προέρχονται) που προβάλλονται στην άσκηση του επαγγέλματος του κλινικού ψυχολόγου  και ζητήματα σχετιζόμενα  με το επαγγελματικό του ιδεώδες.

  1. Αυτά που κάνει, αλλά δε θέλει να κάνει.

  1. Αυτά που κάνει χωρίς πραγματικά να συνειδητοποιεί ότι τα κάνει, είτε, διότι τον βολεύει καλύτερα να μην τα γνωρίζει είτε, διότι αυτά που κάνει είναι τόσο «ενσωματωμένα» μέσα του, ώστε να μη τα αναγνωρίζει πλέον ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου των παρεμβάσεών του.

Βασικές αρχές που διέπουν τις  ομάδες εποπτείας.

  1. Το αίτημα των συμμετεχόντων.

Κατ’ αρχήν, αυτό που αποτελεί αναγκαιότητα  είναι το αίτημα του κλινικού ψυχολόγου : ο κλινικός ψυχολόγος εκδηλώνει και εκφράζει ελεύθερα, αλλά και αβίαστα, την επιθυμία του να συμμετέχει σε μια εποπτική ομάδα, διαφορετικά το πλαίσιο της ομάδας αυτής  θα αποτύχει.

  1. Αριθμός συμμετεχόντων.

Δώδεκα κλινικοί ψυχολόγοι θεωρείται το μέγιστο.
Επτά ή οκτώ το επιθυμητό.

  1. Η εξωτερικότητα του χώρου.

Ο χώρος όπου θα πραγματοποιούνται οι ομάδες θα πρέπει να είναι εκτός εργασιακού  χώρου.

  1. Συχνότητα και διάρκεια συνεδριών.

Ως επί το πλείστον, οι συνεδρίες πραγματοποιούνται μια φορά το μήνα και διαρκούν από δύο έως τρεις ώρες.

  1. Η ‘‘εξωτερικότητα’’ του συντονιστή.

Ο συντονιστής της ομάδας εποπτείας οφείλει να είναι ξένος ως προς τον θεσμό (στον οποίο οι κλινικοί ψυχολόγοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους). Ο θεσμός είναι που αποτείνεται σ’ αυτόν για να έχει τις υπηρεσίες του. Δεν πρέπει να είναι γνωστός, αλλά ούτε και να σχετίζεται ιεραρχικά με τους συμμετέχοντες της ομάδας.

  1. Σεβασμός στην εμπιστευτικότητα των ανταλλαγών.

Οι συμμετέχοντες οφείλουν να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα του συντονιστή και των λοιπών συμμετεχόντων ώστε να μη δημοσιοποιούν τα λεχθέντα  -  που εμπιστεύονται, εναποθέτουν στην ομάδα.

  1. Η θέση και ο ρόλος του συντονιστή.

Για να διευκολύνει τη διακίνηση του λόγου, που σχετίζεται με τις επαγγελματικές εμπειρίες των συμμετεχόντων, ο συντονιστής των εποπτικών ομάδων δεν μπορεί να τοποθετείται ως ειδήμονας, δηλαδή, ως εκείνος ο οποίος κατέχει τις απαντήσεις. Ο ρόλος τού συντονιστή συνίσταται στο να συνοδεύσει τους κλινικούς ψυχολόγους προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας των ζητημάτων που θέτουν (ή δε θέτουν), σχετικά με το  επαγγελματικό τους πρακτέο.

  1. Η ακρόαση της ψυχικής οδύνης.

Η πρώτη φάση της εποπτικής εργασίας συνίσταται στην ακρόαση αυτού που ο Jacques Levine ονομάζει ναρκισσιστικό πλήγμα των κλινικών ψυχολόγων.

  1. Η αναζήτηση νοήματος.

  1.  Η αναζήτηση πιθανών απαντήσεων.

Όταν ο κλινικός ψυχολόγος επερωτά  τις παρεμβάσεις του  σε ένα πλαίσιο ομαδικής εποπτείας, αυτό σημαίνει επίσης ότι στοχάζεται γύρω από  το πώς να τις καταστήσει αποτελεσματικότερες.

  1.  Η εμπλοκή των κλινικών ψυχολόγων που συμμετέχουν στην ομάδα εποπτείας.

Η ομάδα εποπτείας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα προαναφερθέντα παρά μόνο με την εγκαθίδρυση ενός πραγματικού κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον συντονιστή και τους κλινικούς ψυχολόγους.