Σελίδες

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ - ΚΥΠΡΟΣ



ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ 
ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ 

Κάντε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://files.acrobat.com/a/preview/b27ac309-6e36-4314-90fa-fdf6b64e6e20




Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

" ΜΕ ΠΗΡΑΝ ΓΙΑ ΤΡΕΛΟ...!"

 Ένα ασυνήθιστο ιατρικό πείραμα

(Από τον Δόκτωρ David L. Rosenhan – Ψυχολόγο)

Μετάφραση – Επιμέλεια 
Νίκος Αγαθοκλέους

              
Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου είναι καθηγητής ψυχολογίας και δικαίου στο  πανεπιστήμιο του Stanford, στην Καλιφόρνια. Όπως και άλλοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι, έτσι και αυτός, προβληματιζόταν για απλά και θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με τη σημασία των εννοιών της «τρέλας», της «ψυχικής υγείας», της «σχιζοφρένειας», καθώς επίσης για την αξία και χρησιμότητα του διαγνωστικού και των ψυχιατρικών νοσοκομείων. Αναρωτιόταν πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε το φυσιολογικό από το αφύσικο, εφόσον οι ορισμοί τους αλλάζουν από μια κουλτούρα σε άλλη και ακόμη από τον ένα τόπο στον άλλο. Μήπως είναι αλήθεια, όπως υποστηρίζει η κλασσική ψυχιατρική, ότι η ψυχική νόσος εμφανίζεται δια των συμπτωμάτων και ότι αυτά μπορούν να ταξινομηθούν και ότι  η απουσία τους - ή η παρουσία τους - επιτρέπουν να ξεχωρίσουμε ένα άτομο «φυσιολογικό» από ένα άτομο «αφύσικο»; Για να δώσει ώθηση σε αυτή τη συζήτηση και για να την βγάλει εκτός ακαδημαϊκών θρανίων, ο Δόκτωρ DAVID L. ROSENHAN είχε την φαεινή ιδέα να κάνει το παρακάτω πείραμα:

- Να εισαχθούν άτομα εντελώς φυσιολογικά, που δεν παρουσιάζουν και ποτέ δεν παρουσίασαν ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, για να διαπιστωθεί κατά πόσο η ψυχιατρική θα ήταν ικανή να τους αναγνωρίσει ως φυσιολογικούς.

              Στην κατάφαση (αν δηλαδή μπορούσαν να αναγνωριστούν ως φυσιολογικοί), ο DAVID L. ROSENHAN υποστήριζε ότι θα αποδεικνυόταν το αδιασάλευτο του ψυχιατρικού διαγνωστικού. Στην άρνηση (αν δηλαδή δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν ως φυσιολογικοί), θα αποδεικνύαμε ότι το ψυχιατρικό διαγνωστικό δε μας λέει παρά μόνο ελάχιστα πράγματα για την ψυχική υγεία των ασθενών˙ αντίθετα όμως, μας λέει πάρα πολλά πράγματα τόσο για την νοοτροπία κάποιων ψυχιάτρων όσο και για τους χώρους μέσα στους οποίου παρατηρούν τους υποτιθέμενους ασθενείς τους.

  Παραθέτουμε παρακάτω, συμπτυγμένη, την αφήγηση του DAVID L. ROSENHAN, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Science»[1].             

       - ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ!
     ΜΗΝ ΠΑΝΙΚΟΒΑΛΛΕΣΑΙ, ΕΙΣΑΙ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ.

Χωρίς να προσποιούνται για ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και χωρίς να δώσουν ψευδή βιογραφία, οκτώ άτομα, ψυχικά υγιείς, κατάφεραν να εισαχθούν σε δώδεκα διαφορετικά ψυχιατρικά νοσοκομεία. Τρεις από τους οκτώ ψευδασθενείς ήταν γυναίκες και οι υπόλοιποι πέντε άντρες. Ο νεαρότερος ήταν 23 χρονών και ετοίμαζε τη διδακτορική του διατριβή στην ψυχολογία. Οι υπόλοιποι επτά ασκούσαν ένα επάγγελμα : τρεις ψυχολόγοι, ένας παιδίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ζωγράφος και μια οικοκυρά.
             
Όλοι οι ψευδασθενείς χρησιμοποίησαν  ψευδώνυμα: δεν ήθελαν να στιγματιστούν για το υπόλοιπο της ζωής τους, στην περίπτωση που θα τους διαγίγνωσκαν «ψυχικές διαταραχές». Όλοι, εκτός του ζωγράφου και της οικοκυράς, έδωσαν αναληθή επαγγέλματα διότι ήθελαν να αποφύγουν, λόγω επαγγέλματος, πιθανό ευνοϊκό χειρισμό. Το προσωπικό των νοσοκομείων αγνοούσε τα πάντα όσον αφορά στην παρουσία των ψευδο-ασθενών και τη φύση του πειράματος (εκτός στη περίπτωση τη δική μου, είχα ενημερώσει τον  Νοσοκομειακό Διοικητικό Λειτουργό και τον ψυχολόγο, διευθυντή του νοσοκομείου).

Μια κενή και άτοπη ζωή


ΜΑ ΤΟΣΟ ΤΡΕΛΟΣ ΕΙΣΤΕ, ΝΑ ΔΕΧΤΕΙΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΝ ΤΙΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ;
- Ν...ΝΑΙ!
- Ε!, ΛΟΙΠΟΝ, ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΦΥΓΕΤΕ!

              
Τα δώδεκα νοσοκομεία βρίσκονταν σε πέντε διαφορετικές Πολιτείες. Μερικά από αυτά ήταν παλαιού τύπου, ενώ κάποια άλλα ήσαν καινούρια. Ορισμένα από αυτά ήταν αρκετά καλά εξοπλισμένα, ενώ κάποια άλλα είχαν έλλειψη προσωπικού. Ορισμένα εκπαίδευαν μέχρι και ερευνητές. Εκτός από ένα, όλα λάμβαναν κρατική επιχορήγηση.
             
Μετά το κλείσιμο του ραντεβού, ο ψευδασθενής παρουσιάστηκε στην εξέταση (με ενδεχόμενο τη νοσηλεία του) παραπονούμενος ότι άκουγε φωνές. Όταν του ζήτησαν να γίνει πιο συγκεκριμένος, αυτός ανέφερε ότι οι εν λόγω φωνές ήταν, τις περισσότερες φορές, αδιαφοροποίητες και, όταν καμιά φορά ετύγχανε να τις κατανοήσει, αυτές έλεγαν : «κενό», «ανιαρό» και «ουφ!!!». Οι φωνές ήταν άγνωστες και του ιδίου φύλου με τον ψευδασθενή.
             
Τα αναφερόμενα συμπτώματα είναι τα λεγόμενα «υπαρξιακά» και είναι για αυτό τον λόγο που τα είχαμε επιλέξει : λέγεται ότι αυτό το είδος των συμπτωμάτων εμφανίζεται όταν ένα άτομο συνειδητοποιεί επώδυνα ότι η ζωή του είναι άτοπη και αλλόκοτη· είναι σα να έλεγε : «η ζωή μου είναι κενή και αλλόκοτη».
             
Αυτά τα συμπτώματα δεν είναι σε καμία περίπτωση καθαυτά ψυχοπαθολογικά : σε όλη την ψυχιατρική φυσιολογία ουδέποτε αναφέρθηκε, έστω και μια περίπτωση, υπαρξιακή ψύχωση.

              Τέλος, οι ψευδασθενείς δε προσπάθησαν, σε καμία περίπτωση, να παραποιήσουν το ιστορικό τους: τις σχέσεις με τους γονείς τους, τα αδέλφια τους, τους συζύγους τους και τα παιδιά τους, τους φίλους τους στο σχολείο και την εργασία. Μίλησαν για τις απογοητεύσεις και τις έγνοιές τους, τις χαρές και ικανοποιήσεις τους. Αφηγούμενοι την πραγματική ιστορία της ζωής τους, οι ψευδασθενείς ενίσχυαν πλήρως τις πιθανότητες ενός διαγνωστικού για τη ψυχική τους υγεία : η βιογραφία τους και η συμπεριφορά τους, δεν παρουσίαζαν καμία πραγματική ψυχοπαθολογία..

Στα κρυφά

              Ευθύς αμέσως, μετά την εισδοχή τους στο νοσοκομείο, οι ψευδασθενείς έπαψαν να ισχυρίζονται ότι άκουγαν φωνές. Μερικοί παρουσίασαν, για ένα διάστημα, ελαφριάς μορφής νευρικότητα : δεν ανέμεναν η εισδοχή τους να γίνει τόσο εύκολα αποδεκτή και ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο να ανακαλύψουν την πανουργία τους και τότε να τους ζητήσουν εξηγήσεις. Παράλληλα, μηδενός εξαιρουμένου, ακόμη και αυτοί που είχαν επανεπισκεπτεί ψυχιατρικό νοσοκομείο, ανησυχούσαν για το τι θα μπορούσε να τους συμβεί, στη συνέχεια.  Η αγωνία τους ήταν επομένως, δεδομένων των περιστάσεων, φυσιολογική· γρήγορα εξαφανίστηκε κι οι ψευδασθενείς συμπεριφέρονταν με τους άλλους ασθενείς, και με το προσωπικό, όσο πιο «φυσιολογικά» μπορούσαν.
             
Μη έχοντας τίποτε άλλο να κάνουν, προσπαθούσαν να μιλήσουν στους άλλους.  Όταν ένα μέλος του προσωπικού τούς ρώτησε  «πώς εξελισσόταν η ψυχική τους υγεία;», αποκριθήκαν λέγοντας ότι «τα συμπτώματά τους είχαν εξαφανιστεί». Υπάκουαν στις οδηγίες του προσωπικού, πήγαιναν στη διανομή φαρμάκων (τα οποία πετούσαν στη συνέχεια) και τον υπόλοιπό τους χρόνο τον χρησιμοποιούσαν καταγράφοντας τις παρατηρήσεις τους. Στην αρχή,  έπαιρναν στα κρυφά σημειώσεις, κατόπιν,  εφόσον κανείς από το προσωπικό δεν έδειξε ενδιαφέρον, άρχισαν να γράφουν ελεύθερα, μπροστά στους άλλους, σε ένα τετράδιο.
             
Όπως οι πραγματικοί ασθενείς αγνοούσαν πότε θα  επέστρεφαν σπίτι τους, έτσι και οι ψευδασθενείς,  αγνοούσαν και αυτοί, πότε θα επέστρεφαν στα δικά τους σπίτια. Για να έπαιρναν εξιτήριο, θα έπρεπε να πείσουν το προσωπικό του νοσοκομείου ότι ήταν ψυχικά υγιείς. Η παραμονή τους στο νοσοκομείο ήταν  τόσο αβάστακτη που όλοι (εκτός από ένα) ευχόντουσαν να φύγουν από την πρώτη κιόλας μέρα της εισδοχής τους. Ήταν λοιπόν προς το συμφέρον τους, να συμπεριφέρονται πολύ «φυσιολογικά» και να είναι πρότυπα καλής  συμπεριφοράς. Εξάλλου, η καλή αυτή συμπεριφορά διαπιστώνεται από τους υπεύθυνους θαλάμων, στις εκθέσεις των οποίων – εκθέσεις τις οποίες, των περισσότερων περιπτώσεων, είχαμε εφοδιαστεί -  σημειώνεται ότι οι ασθενείς ήταν «αγαπητοί», «υπάκουοι», και «δεν παρουσίαζαν αφύσικα σημεία».
             
Παρ’ όλα αυτά, οι ψευδασθενείς ποτέ δεν είχαν ανακαλυφθεί. Όλοι, εκτός ενός, εισήχθησαν με το διαγνωστικό της σχιζοφρένειας, και όταν είχαν πάρει εξιτήριο, στον ιατρικό φάκελο υπήρχε η εξής σημείωση: «σχιζοφρενής σε κατάσταση ύφεσης». Στα μάτια του ιδρύματος λοιπόν, ο ψευδασθενής δεν ήταν ψυχικά υγιής τη στιγμή που εγκατέλειπε το νοσοκομείο : εισήχθη ως σχιζοφρενής, παρατηρείται ύφεση της νόσου του και παραμένει να είναι ταξινομημένος ως σχιζοφρενής. Σε καμία περίπτωση το ίδρυμα είχε αμφιβολίες ως προς την αληθοφάνεια των συμπτωμάτων του ψευδασθενή - ως προς τον ψυχοπαθολογικό του χαρακτήρα.
             
Εντούτοις, δεν έλειπαν από το νοσοκομεία, ούτε τα μέσα ούτε το προσωπικό ούτε και ο χρόνος για να παρατηρήσουν τους ψευδασθενείς: η παραμονή τους στο νοσοκομείο ήταν μέσος όρος δεκαεννέα μέρες (ελάχιστο: επτά· μέγιστο: πενήντα δύο μέρες).  Αν οι ασθενείς δεν εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου επιμελώς, δεν ήταν επειδή δεν υπήρξαν οι ευκαιρίες, όχι βέβαια. Όμως, οι άλλοι ασθενείς έδειξαν να είναι περισσότερο παρατηρητικοί και περισσότερο οξυδερκείς.
             
Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων εισδοχών, για τις οποίες έγινε ένας ακριβής υπολογισμός, 35 στους 118 ασθενείς εκδήλωσαν με έντονα ενεργητικό τρόπο, την καχυποψία τους, τουλάχιστον για ορισμένους ψευδασθενείς : «Δεν είστε τρελοί, είστε δημοσιογράφος ή καθηγητής. Ήρθατε για να επιθεωρήσετε το νοσοκομείο». Οι ψευδασθενείς δήλωναν ότι ήταν πραγματικά άρρωστοι, πριν την εισδοχή τους, και τώρα είναι καλά. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς τούς είχαν πιστέψει, όμως, κάποιοι παρέμεναν ανένδοτοι στην αρχική τους διαπίστωση. Ένα είναι το γεγονός : οι ασθενείς ήξεραν να αναγνωρίζουν καλύτερα, και  συχνά, τα φυσιολογικά άτομα, ενώ το προσωπικό παρουσιαζόταν ανίκανο να το πράξει.
             
Η εξήγηση του παραπάνω φαινομένου έγκειται στο γεγονός ότι οι γιατροί είναι περισσότερο επιρρεπείς στο να διαγιγνώσκουν μια ασθένεια σε ένα υγιές άτομο, παρά να διαπράττουν το αντίθετο λάθος. Είναι λιγότερο επικίνδυνο όταν ξεγελιόμαστε  διαγιγνώσκοντας μια ασθένεια εκεί που δεν υπάρχει, παρά να διαγνώσουμε μια αψεγάδιαστη υγεία σε ένα άτομο. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό προβάλλεται περισσότερο στην ιατρική παρά στην ψυχιατρική,  διότι οι ψυχικές ασθένειες, σε αντίθεση με τις σωματικές, είναι ατιμωτικές κι η διάγνωσή τους αφαιρεί από τον υποτιθέμενο ασθενή τα νομικά, κοινωνικά και επαγγελματικά του δικαιώματα. 

Το αντίστροφο λάθος

Για να διαπιστώσουμε επίσης κατά πόσο η τάση για διάγνωση ασθένειας σε υγιείς ανθρώπους μπορούσε να αντιστραφεί, κάναμε το εξής πείραμα : σε ένα πανεπιστημιακό και ερευνητικό νοσοκομείο, του οποίου το προσωπικό αμφέβαλλε κατά πόσο ένα τέτοιο διαγνωστικό λάθος  μπορούσε να συμβεί στο δικό τους νοσηλευτικό κέντρο, ανακοινώσαμε ότι στους επόμενους τρεις  μήνες  ένας ή περισσότεροι ψευδοασθενείς θα επιχειρούσαν να εισαχθούν στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Ζητήθηκε από το κάθε μέλος του προσωπικού να βαθμολογήσει τον καθένα από τους νέους ασθενείς  δίνοντας ένα βαθμό από το 1 μέχρι το 10.  Η βαθμολογία 1 και 2 θα εξέφραζε το «σχεδόν βέβαιο» ότι ο νέος ασθενής ήταν ψευδασθενής. [συνεχίζεται…]





[1] Η μετάφραση έγινε από τη γαλλική έκδοση LE TEMPS  DES «FOLIES» ET LES ESPACES DE LEURS «GUERISONS»
[Συστήνεται η ανάγνωση του άρθρου στην ολότητά του]