Σελίδες

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΤΗΛΕΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ: Διαδικτυακές ψυχοθεραπευτικές πρακτικές και μελλοντικές προοπτικές


Διαδικτυακές ψυχοθεραπευτικές πρακτικές και μελλοντικές προοπτικές


Νίκου Αγαθοκλέους[1]
(16 Μαΐου 2013)


Θα επιχειρήσουμε να προβούμε σε μια ανασκόπηση της διεθνής κατάστασης όσον αφορά στην «κυβερνοψυχοθεραπεία». Θα παραθέσουμε από τη μια κάποια ερευνητικά δεδομένα και θα σημειώσουμε τις ενεστώσες αλλά και μελλοντικές τάσεις της εικονικής κλινικής πρακτικής και από την άλλη τα διάφορα τηλεματικά πλαίσια εν χρήσει εξετάζοντας τα εγγενή χαρακτηριστικά τους, την επίδρασή τους στον ασθενή και τον θεραπευτή, καθώς επίσης και την αποτελεσματικότητά τους. Παράλληλα, θα καταγράψουμε τις νέες προβληματικές που προκύπτουν μέσα από την ανάπτυξη των ούτως ειπείν ‘‘ψηφιακών ψυχοθεραπευτικών πρακτικών’’, όπως, ηθικά, δεοντολογικά, επαγγελματικά ζητήματα, αλλά και ζητήματα που άπτονται της εικονικής σχέσης. Τέλος, επισημαίνουμε την ανάγκη συλλογικού στοχασμού γύρω από τις ‘‘online’’ ψυχοθεραπευτικές πρακτικές.


ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ

Η διαδικτυακή ψυχοθεραπεία είναι προσβάσιμη στο κοινό εδώ και πέραν των είκοσι ετών, είτε μέσα από ανταλλαγές μηνυμάτων (π.χ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) ανάμεσα στον ασθενή και τον θεραπευτή, είτε με τη χρήση του ‘‘chat’’, είτε επικοινωνώντας μόνο με ήχο (φωνητικά) ή ήχο και εικόνα με τη χρήση ‘‘webcam’’ (κυβερνοκάμερα). Η τελευταία επιτρέπει μια ούτως ειπείν ‘‘φωνοεικονιστική κλινική συνάντηση’’ ανάμεσα στον ασθενή και τον θεραπευτή. Αποκτάται πλέον έτσι η δυνατότητα του ακούειν και του βλέπειν ο ένας τον άλλο ταυτόχρονα.

Πρώτος, που θέτει τον θεμέλιο λίθο, είναι ο Simon Ehlert, το 1993, θέτοντας σε λειτουργία έναν ιστότοπο που προτείνει ‘‘κλινικές διαδικτυακές υπηρεσίες’’, και ακολουθώντας το παράδειγμά του, δύο χρόνια αργότερα, ο David Sommers θα λειτουργήσει τη δικιά του ιστοσελίδα, της ‘‘διαδικτυακής κλινικής ψυχικής υγείας’’ (Leroux Y., σ. 30).

Συν τω χρόνω και  προοδευτικά, «η διαδικτυακή ψυχοθεραπεία… διεύρυνε το πεδίο δράσης της…προσφέροντας θεραπείες τόσο στις περιπτώσεις σοβαρών ψυχικών διαταραχών, όσο και σε ζητήματα που άπτονται της καθημερινής ζωής» (Barak A., Grohol J., 2012, σ.37)[2]. 

Ωστόσο, η ατομική ψυχοθεραπεία είναι η θεραπεία που είθισται να ασκείται περισσότερο στο διαδίκτυο, (σε αντίθεση με την ομαδική θεραπεία),  «διά μέσου ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (επιστολικές ανταλλαγές) με τον ασθενή…, και όντας ασύγχρονες [ανταλλαγές δηλαδή όχι της ιδίας στιγμής] είναι  βολικότερες για τους ασθενείς και το κόστος τους είναι γενικά χαμηλότερο», σημειώνουν οι Barak και Grohol. 

Συνεπώς, οι ατομικές θεραπείες είναι αυτές που κυριαρχούν των ομαδικών στο διαδικτυακό χώρο. Ως επί τω πλείστον οι δεύτερες, οι ομαδικές, «κατευθύνονται από έναν επαγγελματία θεραπευτή και πραγματοποιούνται με μηνύματα που αποστέλλονται στην ομάδα, η οποία είναι κλειστού ή ιδιωτικού χαρακτήρα» (ό.π., σ.38).  Παρ’ ό,τι μεγάλος αριθμός ομάδων του τύπου αυτού είναι ασύγχρονος, κάποιοι επαγγελματίες προτείνουν επίσης συνεδρίες σε πραγματικό χρόνο («ζωντανές»)[3].

Ο Azy Barak και οι συνάδελφοί του (2008) διαπίστωσαν μέσα από τις μελέτες τους ότι οι ομαδικές θεραπείες λειτουργούσαν ολιγότερων καλύτερα  από τις ατομικές θεραπευτικές συνεδρίες (συμπεριλαμβανομένων και των διαδικτυακών ψυχοεκπαιδευτικών παρεμβάσεων)» (ό.π.). Η εν λόγω ερευνητική ομάδα σπεύδει αμέσως να συμπληρώσει ότι «το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, στον μικρό αριθμό ερευνών που περιελήφθησαν σε αυτή την εργασία» (ό.π.).

Αναφορικά με τις θεραπευτικές μεθόδους, όλο το φάσμα των υπαρχουσών τεχνικών και θεωρητικών θεραπευτικών είναι ήδη παρών στο διαδίκτυο, και εφαρμόζεται, όπως οι συμπεριφορικές/ γνωστικές θεραπείες ή κάποιοι τύποι συστημικών θεραπειών (θεραπείες εστιασμένες στην επίλυση συγκρούσεων) ( Barak A., Grohol J., 2102) ή ακόμη, η ψυχανάλυση, χωρίς ωστόσο, όπως επισημαίνεται από το ιατρικό περιοδικό ‘‘The Lancet Journal’’, η διαδικτυακή αυτή μέθοδος «δεν μπορεί να υποκαταστήσει, σε καμία περίπτωση, την παραδοσιακή ψυχανάλυση…».

Δεν είναι βέβαια χωρίς ερωτήματα και αμφιβολίες που ξεκινά μια τέτοια κλινική πρακτική, εικονική, της οποίας το πλαίσιο διαφέρει παντελώς με εκείνο της πραγματικής (δια ζώσης) κλινικής πρακτικής. Ποιο όνομα να δοθεί στις πρακτικές αυτές; : ‘‘τηλεψυχολογικές επισκέψεις;’’, ‘‘διαδραστικές ψυχολογικές επισκέψεις;’’ ‘‘τηλεψυχολογική συνεδρία;’’, ‘‘επιστολικές ανταλλαγές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου;’’, ‘‘ψυχοθεραπείες;’’ ‘‘τηλεψυχολογία;’’ ‘‘τηλεψυχολογική υποστήριξη;’’ “τηλεκλινική ψυχολογία;’’[4]… Εν πάση περιπτώσει,  «μπορούμε να φτάσουμε διαδικτυακά στο ίδιο επίπεδο ηθικών απαιτήσεων με την εκτός διαδικτύου θεραπεία; Πώς αποφασίζονται οι ενδείξεις;» (Leroux Y., σ. 30) και ως εκ τούτου οι αντενδείξεις;

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, το οποίο δανειζόμαστε από τον John Suler, ενός ασθενή (ανώνυμου), ο οποίος στέλνει το παρακάτω μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον θεραπευτή του :

«Είμαι καθημερινά τόσο αυτοκτονικός που πρέπει να το λέω σε κάποιον. Μπορεί να πεθάνω και γι’ αυτό θα φταίνε οι γονείς μου, διότι με κτυπάνε καθημερινά, και οι συμμαθητές μου, που μου κάνουν τη ζωή μου καθημερινά μαρτύριο, και οι πωλητές μου [ναρκωτικών], διότι έφυγαν μακριά από την πόλη που μένω, και εγώ φταίω για να είμαι τόσο μανιακο-καταθλιπτικός και αυτοκτονικός, και θα φταίτε όλοι εσείς, διότι η πουτάνα ιστοσελίδα σας είναι υπερ-διαβολικά μπερδεμένη και δεν μπορώ να μιλήσω σε κανένα. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Παρακαλώ, ‘‘αισθάνεστε’’ ελεύθερος να απαντήσετε στο μέιλ μου;» (Suler J., σ. 34).

 Ένα απλό ερώτημα που μπορεί να θέσει κανείς είναι: πώς διαχειριζόμαστε ένα τέτοιο μήνυμα κάτω από τέτοιες ιδιότυπες συνθήκες; Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η εκπαίδευση των κυβερνοθεραπευτών (τηλεθεραπευτών) είναι επιβεβλημένη, και δεν αρκεί η άσκηση της ψυχοθεραπείας σε πραγματικές συνθήκες (διά ζώσης) για να ασκήσει κανείς ψυχοθεραπεία σε εικονιστικές συνθήκες. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που το 2000, επτά χρόνια μετά την πρώτη λειτουργία στο διαδίκτυο προσφοράς υπηρεσιών ψυχικής υγείας, συστάθηκε μια διεθνής Οργάνωση, η International Society for Health Online, της οποίας αποστολή είναι «η διαμόρφωση ενός εργασιακού πλαισίου διαδικτυακής ψυχοθεραπείας κάνοντας συστάσεις, είτε πρόκειται για τις (διά ζώσης) κατ’ ιδίαν ψυχοθεραπείες όπου τα ηλεκτρονικά μηνύματα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, είτε αφορά θεραπείες όπου η πρώτη επαφή λαμβάνει χώρα διαδικτυακά είτε πρόκειται για συμβουλές που δίνονται μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή, ακόμη, για θεραπείες όπου το διαδίκτυο διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο» (Leroux Y., σ. 30).

Το είδος της τηλεματικής επικοινωνίας, που επιλέγει ένας πελάτης, για να ανταλλάξει με έναν θεραπευτή, έχει τις ιδιομορφίες του, για τις οποίες ο κυβερνοθεραπευτής οφείλει να γνωρίζει. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα που αφορά στην ηλεκτρονική διεύθυνση ενός πελάτη. Το αριστερό τμήμα του συμβόλου @ (το λεγόμενο ‘‘παπάκι’’), που είναι και το περισσότερο προσωπικό τμήμα, «αποτελεί μια  πραγματική δεξαμενή όπου εναποτίθενται στοιχεία της προσωπικής ιστορίας του πελάτη» (ό.π., σ. 32), τα οποία, ο θεραπευτής, οφείλει να αποκρυπτογραφήσει : Για ποιο λόγο π.χ. προβάλλει μόνο το επίθετό του; Ακολουθεί πρώτα το όνομά του και μετά το επίθετό του; Προβαίνει σε σύντμηση του επιθέτου του; Ποιος χαρακτήρας συνδέει το όνομά του και το επίθετό του, - τελεία, παύλα, άνω ή κάτω παύλα…; Τι προβάλλει; Τι εγκαταλείπει; Τι δε θέλει να βλέπει ο ίδιος αλλά ούτε και οι άλλοι;  Όλα αυτά βέβαια προκύπτουν μέσα από τις προσωπικές επιλογές που κάνει κάποιος και, ως εκ τούτου, σημειώνει ο Yanne Leroux,  «προκύπτουν μέσα από τους ασυνείδητούς του σχηματισμούς»· και «ό,τι θέτει ενώπιόν του και ό,τι  δε θέλει να αντικρίζει αντιστοιχεί πάντοτε με στοιχεία για τα οποία θα επιθυμούσε  καλύτερα να ενσωματώσει ή, αντίθετα, τα απωθεί» (ό.π.).  

Επίσης, πέραν και έξω των παραπάνω περιπτώσεων, ο Sylvain Missonier (αναφ. Leroux Y., 2012) αναφέρεται σε μια ασθενή του - η οποία ήταν σε μια διά ζώσης ψυχοθεραπεία - στην οποία εδόθη η ηλεκτρονική του διεύθυνση, η οποία εμφάνιζε ‘‘dancing babies’’. Αυτά τα ‘‘dancing babies’’, τα οποία επαναλαμβανόντουσαν, έτυχαν επεξεργασίας (ως στοιχεία μεταβιβαστικά) και συνόδευσαν την εξέλιξη της θεραπείας της. Είναι λοιπόν σπάνιες οι περιπτώσεις θεραπευτών που μεταφέρουν τις εμπειρίες τους που σχετίζονται με τον κυβερνοχώρο, παρ’ ό,τι η διαδικτυακή ψυχοθεραπεία εγκαθίσταται όλο και περισσότερο.

Μια πρώτη ματιά σε ερευνητικά δεδομένα

Διεθνώς, όπως διαπιστώνουν οι Azy Barak και  John M.Grohol αλλά και ο Yanne Leroux, για να αναφέρουμε μόνο αυτούς, ολίγες, ή μάλλον δυσεύρετες είναι οι επιστημονικές δημοσιεύσεις περί της ‘‘κυβερνοψυχοθεραπείας’’. Ο τρίτος μάλιστα, ο Leroux, εκκινώντας από τη γαλλική πραγματικότητα, αποδίδει την έλλειψη αυτή στο γεγονός ότι το διαδίκτυο, γενικά μιλώντας, είχε αποκτήσει μια αρνητική χροιά και συνδεόταν με τον «εθισμό στο διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια», αλλά και στο ό,τι «οι διαδικτυακές σχέσεις συχνά αμφισβητούνταν γιατί ήσαν ολιγότερο πλούσιες σε αντιδιαστολή με τις εξωδιαδιακτυακές σχέσεις» [διά ζώσης δηλαδή σχέσεις] (Leroux Y., σ. 30), έστω και αν οι Γάλλοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι είναι παρόντες στο διαδίκτυο από το 1990.

Μια από αυτές τις λίγες έρευνες, (θα κάνουμε μνεία εν συνεχεία και σε κάποιες άλλες), στις οποίες αναφέρονται οι Azy Barak και  John M.Grohol, είναι αυτή του Dawn Dubois, ο οποίος μελέτησε ένα δείγμα 214 ασθενών, οι οποίοι έλαβαν διαδικτυακές ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες. Βρέθηκε ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερο τις διαδικτυακές θεραπείες απ’ ό,τι οι άνδρες, και δεν καταγράφεται καμία ουσιαστική διαφορά σχετικά με την ηλικία των χρηστών ή τη φύση του παρουσιαζόμενου προβλήματος.

Στη συνέχεια, το 2008, ο Barak με την ομάδα των συναδέλφων του, προβαίνουν σε μια μετα-ανάλυση της προαναφερθείσας έρευνας, στην οποία  βρέθηκε ότι η ποσοστιαία επίδραση (effet quantifiable) ήταν ολίγο πιο πάνω του μέσου όρου (0,53) και ότι η διαπιστωθείσα θεραπευτική επίδραση είχε διάρκεια.

Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι ατομικές θεραπείες  ήταν περισσότερο αποτελεσματικές από τις ομαδικές και ότι οι διαδραστικές ιστοσελίδες, που απαιτούσαν την άμεση (απ’ ευθείας) συμμετοχή του χρήστη, είχαν μια πολύ μεγαλύτερη επίδραση σε αντίθεση με τους ιστότοπους που περιορίζονταν στη μετάδοση στατικών πληροφοριών στους χρήστες.

Επιπλέον, βρέθηκε ότι η χρήση των ‘‘chats’’ και των επιστολικών μηνυμάτων (π.χ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο), έχουν τις καλύτερες θεραπευτικές επιδράσεις σε αντίθεση με τα φόρουμ (forums) και τις κυβερνοκάμερες (webcam).

Και ένα τελευταίο εύρημα: οι ερευνητές βρήκαν ότι δεν παρατηρήθηκε η οποιαδήποτε αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στις κατ’ ιδίαν (διά ζώσης) θεραπείες και τις διαδικτυακές θεραπείες, πράγμα που δηλώνει ότι οι διαδικτυακές θεραπείες είναι εξίσου αποτελεσματικές με τις κατ’ ιδίαν θεραπείες.

Νέες προβληματικές

Σειρά σοβαρών προβλημάτων επισημάνθηκαν σε αυτές τις εικονικές, κλινικές παρεμβάσεις, όπως το ζήτημα της ευθύνης απέναντι σε ασθενείς, όταν ο ασθενής είναι σε κρίση, καθώς επίσης και προβλήματα που σχετίζονται με την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών στις περιπτώσεις κακομεταχείρισης ή προβλημάτων σχετιζόμενα με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η πληρωμή με τις πιστωτικές κάρτες  (Barak A., Grohol J., 2012).

Επιπλέον, ο Ενρίκο Μολινάρι επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθούν, μεταξύ άλλων, και  «οι παράπλευρες συνέπειες» της διαδικτυακής ψυχοθεραπευτικής μεθόδου. «Ο κίνδυνος βρίσκεται στο γεγονός ότι όλο και περισσότερα ζητήματα, όπως το σεξ για παράδειγμα, έχουν αρχίσει να γίνονται εικονιστικά», σημειώνει ο Μολινάρι.

Επιπλέον, έχει επισημανθεί ότι σε κάποιες μορφές διαδικτυακής θεραπείας, όπως εκείνες που κάνουν χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (ασύγχρονη ανταλλαγή μηνυμάτων) ή την ταυτόχρονη (σύγχρονη) ανταλλαγή μηνυμάτων – chats - δε διαφαίνεται η μη λεκτική επικοινωνία, και κάποιοι ασθενείς, αλλά και ο θεραπευτής, «δύνανται να αισθανθούν δυσφορία απέναντι σε αυτή την έλλειψη», διότι, όπως δηλώνει ο Aaron B. Rochlen, «πρόκειται για σπουδαίο υλικό στη θεραπευτική διαδικασία» (Rochlen A. B., 2004, αναφ. Barak A., Grohol J., 2012, σ.38), και «περιγράφεται ως το υλικό που συνθέτει την πλειοψηφία στην επικοινωνία μας με τους άλλους» (Mehrabian A., 1971, αναφ. Barak A., Grohol J., 2102, σ.38). Εξ άλλου, είναι χαρακτηριστικό αυτό που σημειώνει ήδη το 1905, ο Σίγκμουντ Φρόιντ, περί της μη λεκτικής επικοινωνίας : «Όποιος έχει μάτια για να βλέπει και αυτιά για να ακούει είναι εύκολο να πεισθεί ότι κανένας θνητός δεν μπορεί να κρατήσει κανένα μυστικό. Αν κρατήσει το στόμα του κλειστό, θα μιλά με τα δάκτυλα του χεριού του…» (Freud S., 1905, αναφ. Μπέιτμαν Α., Χολμς Τζ., σ. 273).

Άλλα προβλήματα που ενέκυψαν αφορούν στο απόρρητο της διαδικτυακής θεραπείας σχετικά με την ιδιωτική ζωή των χρηστών. Στις Η.Π.Α., σε κάποιο βαθμό, το ζήτημα αυτό το χειρίζεται το Health Insurance Portability and Accountability Act (HIPAA) του 1996, «Privacy and Security Rules», ρυθμιστικό όργανο που αφορά στο απόρρητο και στην ασφάλεια των εν χρήσει τεχνολογιών, και περιλαμβάνει άπασες τις συναλλαγές που σχετίζονται με το θέμα της υγείας γενικότερα (Barak A., Grohol J.).

Φαίνεται, επίσης, ότι δεν είναι ολίγοι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που «αναζητούν πληροφορίες σχετικά με τους ασθενείς τους στο διαδίκτυο, πράγμα που θέτει πολύπλοκα ζητήματα, τόσο επαγγελματικά, ηθικά, όσο και νομικά» (Barak A., Grohol J., σ. 39). Και το αντίστροφο, «οι πελάτες μπορούν να αναζητήσουν πληροφορίες [μέσω διαδικτύου] για τους ψυχοθεραπευτές τους» (Leroux Y., σ. 31), γνωρίζοντας ότι ο κάθε άνθρωπος που διακινείται στο διαδίκτυο αφήνει τα προσωπικά του ίχνη (είναι ορατά τα ενδιαφέροντά του, τα γούστα του, οι μετακινήσεις του, οι αγορές που κάνει, οι κοινωνικές του δικτυώσεις, κ.λπ.), έτσι που κανείς μπορεί να συλλέξει όχι ολίγες πληροφορίες που αφορούν στην ιδιωτική/ προσωπική ζωή ενός ατόμου.

Ιδού λοιπόν μερικά καίρια ερωτήματα που αναφύονται, και τα οποία θέτουν πολλοί συγγραφείς :  «Ποια στιγμή παύομε να ήμαστε ψυχοθεραπευτές και ποια στιγμή ξεκινάμε να γινόμαστε ανακριτές; Πού σταματά η ψυχοθεραπευτική διερεύνηση και πού αρχινά  η αστυνομική ανάκριση;» (ό.π.).

Σχετικά με το θέμα του κώδικα δεοντολογίας των ψυχολόγων, ας δώσουμε το παρακάτω παράδειγμα:

«…Στην περίπτωση όπου συνθήκες είναι ικανές να  βλάψουν την ψυχική ή σωματική ακεραιότητα του ατόμου, που… επισκέπτεται τον ψυχολόγο, ή ενός τρίτου ατόμου, ο ψυχολόγος αξιολογεί με κάθε διορατικότητα τη στάση που θα τηρήσει, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις διατάξεις του νόμου περί του επαγγελματικού απορρήτου και περί της παροχής βοήθειας σε άτομο που κινδυνεύει. Ο ψυχολόγος μπορεί να αποσαφηνίσει την απόφασή του συμβουλευόμενος έμπειρους συναδέλφους του.» (Code de Déontologie des Psychologues, 2012, France, άρθρο 19).

Συνεπώς, δεν σημαίνει ότι, το γεγονός και μόνο ότι παρεμβαίνουμε στο διαδίκτυο ως επαγγελματίες, απαλλασσόμεθα αυτομάτως των ευθυνών μας, όπως αυτές απορρέουν από τον επαγγελματικό μας κώδικα. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που δηλώνουμε ότι παρεμβαίνουμε ως επαγγελματίες, όποια και να είναι η μορφή χρήσης της τηλεματικής παρέμβασης,  συγχρόνως ενεργούμε βάσει της ηθικής και της δεοντολογίας, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες των πράξεών μας. 

 Αποτελεί λοιπόν  αναγκαιότητα η εκπαίδευση των επαγγελματιών στη διαδικτυακή θεραπεία, εφόσον πρόκειται για «μια νέα θεραπευτική τεχνική, προτού οι επαγγελματίες ξεκινήσουν να την εφαρμόζουν» (Barak A., Grohol J., σ. 39).

Διαδικτυακή συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία : η ενεστώσα διεθνής κατάσταση

Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η διαδικτυακή ψυχολογία και ψυχοθεραπεία βρίσκονται στις μέρες μας σε «πλήρη εξέλιξη» και, όχι μόνο, η «δημοτικότητά τους ανεβαίνει», οι Barak A. και Grohol J. θεωρούν ότι  είναι εκ των  ων ουκ άνευ η «εκπαίδευση (θεσμοθετημένη) των κυβερνοθεραπευτών, η «βελτιστοποίηση του κώδικα δεοντολογίας» των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και «η εγγραφή σε μητρώο πιστοποιημένων κυβερνοθεραπευτών», έτσι που να κατοχυρώνει τις επαγγελματικές τους παρεμβάσεις στον κυβερνοχώρο και εν γένει στην τηλεματική. Για παράδειγμα, η «Διεθνής Εταιρία διαδικτυακής ψυχικής υγείας (ISMHO), προάγει την άσκηση της ψυχολογικής υποστήριξης και ψυχοθεραπείας στο διαδίκτυο» (ό.π., σ. 40).

Κάποιοι ερευνητές εκφράζουν τις αμφιβολίες τους ως προς τα πραγματικά θεραπευτικά προτερήματα, που παρουσιάζουν οι νέες τεχνολογίες (ήχος ή ήχος και εικόνα) σε συνάρτηση με την παλαιά τεχνολογία, όπου περιλαμβάνεται μόνο κείμενο, και στην οποία κυριαρχεί η ανωνυμία και η μη ταυτοποίηση του προσώπου των ασθενών, διότι, όπως το προβάλλει ο John Suler (αναφ. Barak A., Grohol J. σ. 40), πρόκειται για δύο στοιχεία (η ανωνυμία και η μη ταυτοποίηση του προσώπου των ασθενών) «θεμελιωδώς ουσιώδη», που έχουν συνδράμει αποτελεσματικά στην         « εγκαθίδρυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στο διαδίκτυο ».

Αναμφίβολα, μια τέτοια δήλωση εκ μέρους του Suler καταδεικνύει τη δυναμική θεραπευτική επίδραση που μπορεί να έχει στον ασθενή, τόσο το κείμενο όσο και η ανάγνωση, ώστε ο ασθενής να μην χρήζει περαιτέρω θεραπευτικών παρεμβάσεων.

Μια μελέτη, την οποία διεξήγαγαν οι David Kessler και οι συνεργάτες του, βρίσκει ότι οι παρεμβάσεις βασιζόμενες μόνο στο κείμενο (με τη χρήση του chat), και η οποία αφορούσε καταθλιπτικούς ασθενείς – κάνοντας χρήση της γνωστικής συμπεριφορικής ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης - είχε θετική επίδραση, χωρίς να έχουν (οι κυβερνοθεραπευτές) οποιαδήποτε άλλη επαφή με τους ασθενείς (Kessler D. και al., 2009, αναφ. Barak A., Grohol J., σ. 40).

Επίσης, μια άλλη ομάδα Βρετανών επιστημόνων πραγματοποίησε μελέτη σε ένα δείγμα 297 ασθενών, η οποία δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό ‘‘The Lancet Journal’’. Από αυτούς, οι 149 ακολούθησαν μια θεραπεία ‘‘ον λάιν’’ και οι υπόλοιποι 148 παραδοσιακές μεθόδους θεραπείας. Στο τέλος του τετράμηνου πειράματος, το 38% των ασθενών που ακολούθησαν τη θεραπεία δια μέσου του υπολογιστή τους δήλωσε βελτίωση, ενώ στην άλλη ομάδα θετικά αποτελέσματα είδε μόνο το 24% των ασθενών. Τέσσερις μήνες αργότερα (ήτοι, οκτώ μήνες μετά την έναρξη του πειράματος), η διαφορά διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο: Στην ομάδα ‘‘ον λάιν’’ το 42% των ασθενών παρουσίασε βελτίωση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη δεύτερη ομάδα ήταν 26%.
Η καθεμία από τις 10 συνεδρίες ‘‘ον λάιν’’ διαρκούσε 55 λεπτά, χρονικό διάστημα κατά το οποίο θεραπευτής και ασθενής επικοινωνούσαν σε πραγματικό χρόνο μέσω των πληκτρολογίων τους. Στο τέλος κάθε συνεδρίας, επισημαίνουν οι ερευνητές, ο ασθενής μπορούσε να έχει στη διάθεσή του ολόκληρο το κείμενο της συζήτησης με τον θεραπευτή του, γεγονός που του επέτρεπε να παίρνει  «απόσταση» από το κείμενο και να επεξεργάζεται τις αρνητικές σκέψεις και συναισθήματά του.
Ωστόσο, επισημαίνεται από τους ερευνητές ότι, αυτή η διαδικτυακή μέθοδος δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση την παραδοσιακή ψυχανάλυση (η μέθοδος που διερευνήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ψυχαναλυτική, ή καλύτερα ψυχαναλυτικής εμπνεύσεως)· παρ’ όλα ταύτα, σημειώνεται ότι είναι απολύτως λειτουργική - με τη μέθοδο όμως της γνωστικής ψυχοθεραπείας και για μια συγκεκριμένη ασθένεια, την κατάθλιψη.
«Η θεραπεία μέσω υπολογιστή», δηλώνει απερίφραστα ο Ενρίκο Μολινάρι, υιοθετώντας κατά κάποιο τρόπο μια ενδιάμεση θέση,  «μπορεί να φανεί χρήσιμη μόνο εάν υπάρξει άμεση επαφή ανάμεσα στον ασθενή και τον θεραπευτή τουλάχιστον στην αρχική φάση ή κάποια στιγμή στη συνέχεια». Πέραν τούτου, ο Ιταλός καθηγητής επισημαίνει επίσης ότι πρέπει να μελετηθούν οι «παράπλευρες συνέπειες», όπως τις αποκαλεί, της συγκεκριμένης μεθόδου ψυχοθεραπείας, σημειώνοντας ότι «ο κίνδυνος βρίσκεται στο γεγονός ότι όλο και περισσότερα ζητήματα, όπως το σεξ για παράδειγμα, έχουν αρχίσει να γίνονται εικονικά» (Μολινάρι Ενρ., 2009).
Οι «παράπλευρες συνέπειες» της εικονικής σχέσης, όπως εύστοχα τις ονομάζει ο Ενρίκο Μολινάρι, δεν είναι για να μην τις λάβει κανείς σοβαρά υπόψη, τουναντίον, αποτελούν την άλλη όψη του νομίσματος.

Ο John Suler, ένας από τους πλέον ειδικούς στο θέμα της ψυχοθεραπείας και του κυβερνοχώρου, αναφέρεται σ’ αυτή την άλλη όψη του νομίσματος - στις «παράπλευρες συνέπειες» της εικονικής σχέσης - λέγοντας  ότι όταν διαβάζουμε ένα μήνυμα ενός άλλου ανθρώπου, ανώνυμου,  «δύναται να βιωθεί ως μια φωνή προερχόμενη από το έσωθεν του μυαλού μας» (Suler S.,σ. 36 ). Και αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για γραπτή επικοινωνία και, εφόσον απουσιάζει η φωνή του άλλου, δημιουργείται ένα είδος ψυχικής ανάγκης, έτσι που «κατά τρόπο μαγικό» την εντάσσουμε και ενδοβάλλουμε στον ψυχισμό μας, αποδίδοντας στον άλλο μια φωνή, φαντασιακή, που δεν είναι παρά κατασκεύασμα του μυαλού μας.

 Εν συνεχεία, «συνειδητά ή μη» του κατασκευάζουμε και την εικόνα του, σύμφωνα με ποιου πιστεύουμε ότι μοιάζει, και του αποδίδουμε και μια συμπεριφορά. «Αυτός ο διαδικτυακός σύντροφος τώρα γίνεται ένα πρόσωπο του ψυχικού μας κόσμου, πρόσωπο μερικώς κατασκευασμένο μέσα από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζότανε στα επιστολικά μηνύματά του, αλλά επίσης κατασκευασμένο και μέσα από τις αναμονές μας, τις επιθυμίες μας και τις ανάγκες μας» (ό.π.).

Ενόσω αυτό το πρόσωπο τυχαίνει όλο και περισσότερο επεξεργασίας στον εγκέφαλό μας και γίνεται «πραγματικό» - δηλαδή, αποτελεί πλέον μέρος της ‘‘ψυχικής μας πραγματικότητας’’, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Φρόιντ - θα μπορούσαμε να καταλειφθούμε από τη σκέψη, χωρίς να το συνειδητοποιούμε και τόσο,  ότι «η γραπτή ανταλλαγή λαμβάνει επίσης χώρα στον εγκέφαλό μας, όπως ένας διάλογος ανάμεσά μας και ενός προσώπου γέννημα των φαντασιώσεών μας, όπως ένας συγγραφέας συγγράφει θέατρο ή μυθιστόρημα» (ό.π).

Την εν λόγω ψυχική διαδικασία, όπως αυτή εξελίσσεται δια της διαδικτυακής ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων, ανάμεσα σε δύο άγνωστους ανθρώπους, ο Suler την ονομάζει «introjections solipsiste[5]» : οι δύο άγνωστοι «έχουν την αίσθηση ότι το μυαλό τους συγχωνεύτηκε με το μυαλό του άλλου» (ό.π). Η άποψη λοιπόν του Μολινάρι, (σύμφωνα με την οποία «η θεραπεία μέσω υπολογιστή μπορεί να φανεί χρήσιμη μόνο εάν υπάρξει άμεση επαφή ανάμεσα στον ασθενή και τον θεραπευτή, τουλάχιστον στην αρχική φάση ή κάποια στιγμή στη συνέχεια») αποκτά νόημα και φαίνεται να είναι προς την κατεύθυνση, αν όχι να εξαλείψει, τουλάχιστο να μειώσει την έξαρση των παράπλευρων συνεπειών της εικονικής (γραπτής) σχέσης, εισάγοντας σε κάποιο βαθμό και ‘‘το πραγματικό’’ (τη διά ζώσης σχέση), σε αντιδιαστολή με ‘‘το φαντασιακό’’ (φαντασιακή σχέση). Το κύριο χαρακτηριστικό της φαντασιακής σχέσης «είναι η υπερίσχυση της σχέσης με την εικόνα του ομοίου» (Lacan J., αναφ. Laplanche J., Pontalis J.-B., σ. 531): ο άλλος, δηλαδή, δεν υπάρχει ως πραγματικός, ως διαφορετικός άλλος, αλλά ως ο ίδιος ο εαυτός, και «κάθε φαντασιακή συμπεριφορά ή σχέση είναι, κατά τον Lacan, προορισμένη να κινείται στο χώρο της αυταπάτης» (ό.π.).

Μολαταύτα, o Ron Kraus προβλέπει ότι, μελλοντικά, η συνεχιζόμενη αυξητική τάση εφαρμογής της τεχνικής των τηλεδιασκέψεων στις διαδικτυακές θεραπείες «θα υπερέχει [δηλαδή, ο ήχος και η εικόνα, σε αντίθεση με τα επιστολικά μηνύματα] επειδή πλησιάζει περισσότερο στην κατ’ ιδίαν ψυχοθεραπευτική επαφή» (Kraus R., αναφ. Barak A., Grohol J., σ. 40). Για παράδειγμα, η Diana J. Antonacci και οι συνεργάτες της συστήνουν «τη χρήση τηλεδιασκέψεων…για τη διάγνωση και θεραπεία, δίνοντας πολλά παραδείγματα περιπτώσεων και έρευνας, βασιζόμενοι σε αυτή την εφαρμογή» (Antonacci D. J. και al., 2008, αναφ. Barak A., Grohol J., σ. 41).

Εν πάση περιπτώσει, προς το παρόν, φαίνεται οι ασθενείς να καταφεύγουν ευκολότερα στη διαδικτυακή ψυχοθεραπεία, λόγω ακριβώς της απόλυτης ανωνυμίας. «Έτσι, οι θεραπευτικές εφαρμογές που βασίζονται στη γραφή μέσα από  τη σύγχρονη επικοινωνία[6] με άλλον (chat ή ανταλλαγή ταυτόχρονων μηνυμάτων, κ.λπ.) ή μέσα από την ασύγχρονη επικοινωνία[7]  (π.χ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο), φαίνεται ότι πάντα προτιμάται από τους ασθενείς, οι οποίοι αναζητούν μια διαδικτυακή θεραπεία» (Barak A., Grohol J., σ. 40).

Ας μη λησμονούμε ωστόσο, ότι εκείνο που διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο (όπως εξ άλλου και στην κατ’ ιδίαν θεραπεία) είναι «η καλύτερη δυνατή ανάπτυξη μιας θεραπευτικής συμμαχίας» (ό.π.) ανάμεσα στον επαγγελματία ψυχικής υγείας και τον ασθενή. Συνεπώς, το είδος του τηλεματικού πλαισίου παρέμβασης αποτελεί βασική προϋπόθεση, ώστε ο θεραπευτής να είναι σε θέση να προσαρμόζεται στις ανάγκες και επιθυμίες του τρόπου επικοινωνίας του υποκειμένου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το τηλεματικό πλαίσιο παρέμβασης παραμένει εσαεί στατικό - δύναται να αλλάξει κατόπιν συνδιαλλαγής με τον ασθενή, χωρίς να αποκλείεται και η διά ζώσης συνάντηση με τον ασθενή. Είναι φανερό ότι η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Εναπόκειται στον θεραπευτή να εκτιμήσει τη μορφή που θα πάρει το τηλεματικό πλαίσιο παρέμβασης, ώστε το υποκείμενο να αισθάνεται άνετο, «ελεύθερο» και χωρίς περιορισμούς στην επικοινωνία του με τον ψυχολόγο, έτσι που να επιτευχθεί η καλύτερη θεραπευτική συμμαχία και, επομένως, το καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Ας επανέλθουμε στο κείμενο - όπου κυριαρχεί η ανωνυμία αλλά και η ανωνυμία του προσώπου, δηλαδή εκεί όπου  δεν υπάρχει ούτε φωνή ούτε εικόνα -  που είναι ακριβώς αυτό το τηλεματικό σχήμα που φαίνεται να προτιμάται από τους ασθενείς, όπως έχουμε προαναφέρει. Ας θέσουμε κάποια ερωτήματα: μήπως αυτό το σχήμα συμβάλλει στην άρση των αναστολών και στη μείωση των αμυνών (επειδή ο θεραπευτής μας δε μας βλέπει ούτε και μας ακούει, αλλά ούτε και γνωρίζει ποιοι είμαστε, μας κάνει ώστε να λέμε τα πάντα και τάχιστα) συμβάλλοντας έτσι στην επιτάχυνση της θεραπευτικής διεργασίας, όποια και να είναι η προβληματική μας; Ξέρουμε ότι στη διά ζώσης ψυχοθεραπεία, ο θεραπευτής θα έρθει σε αντιπαράθεση κατά τη θεραπευτική διαδικασία και με τις αναστολές και γενικά με τις άμυνες του ασθενή, γεγονός που επιβάλλει τη διαχείρισή τους, ειδάλλως (και αυτό το γνωρίζουμε), οδεύουμε ολοταχώς προς την θεραπευτική αποτυχία.

Όσον αφορά στο διαδικτυακό πλαίσιο ψυχοθεραπείας, βάσει της θεωρίας και της έρευνας, προκύπτει μια ούτως ειπείν διελκυστίνδα για το είδος της τηλεματικής παρέμβασης: ενώ, από τη μια μεριά, οι προτιμήσεις των χρηστών στρέφονται προς την ‘‘παλαιά’’ τεχνολογία (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, chat) και, ενώ, από την άλλη μεριά, παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη της ‘‘νέας’’ τεχνολογίας (τηλεδιασκέψεις, όπου υπάρχει ήχος και εικόνα), και ενώ η τελευταία φαίνεται να προτιμάται ολιγότερο, ωστόσο η ευρεία διάδοση αυτών των ‘‘νέων’’, ‘‘μοντέρνων’’ τεχνολογιών[8], τις κάνει περισσότερο δημοφιλείς, έστω και αν, όπως ισχυρίζονται οι Barak και  Grohol, «δεν καλυτερεύει κατ’ ανάγκη τη θεραπευτική σχέση ή τη διατήρηση της ίασης» (ό.π., σ. 41).

Όλα λοιπόν δείχνουν ότι η δημοτικότητα την οποίαν έχουν αποκτήσει κάποια λογισμικά τηλεδιασκέψεων (Skype ή Google video ή ooVoo, κ.λπ.) συμβάλουν, ώστε κάποιοι ασθενείς που αποφεύγουν τη χρήση της γραπτής επικοινωνίας να καταφεύγουν σε αυτές τις εφαρμογές, ως έναν εναλλακτικό τρόπο επικοινωνιακής παρέμβασης.

Διαδικτυακή ψυχική υγεία – νέες κλινικές πρακτικές: οι μελλοντικές τάσεις και  προοπτικές

Ήδη προ πολλού, περί τα έτη 2000, κάποιοι ερευνητές (ενδεικτικά να αναφέρουμε τους M. Huang και N.E. Alessi, 1996· J.P. Sampson, R.W. Kolodinsky και B.P. Greeno, 1997· J.M. Grohol και A. Barak, 1999[9] [Barak A., Grohol J.]) είχαν προβλέψει τη βαθιά επίδραση που θα είχε το διαδίκτυο, από τη μια στους ίδιους τους επαγγελματίες (εύκολη και τάχιστη διακίνηση επαγγελματικών πληροφοριών, απόψεων και  ιδεών, επαγγελματικές εποπτείες όσον αφορά στις αξιολογήσεις και τις ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, διεξαγωγή ερευνών και προσφορά επαγγελματικής εκπαίδευσης) και από την άλλη στους ανθρώπους εν γένει, δημιουργώντας νέες συμπεριφορές και  στάσεις ζωής απέναντι στην ούτως ειπείν ηλεκτρονική επανάσταση, η οποία «καθεαυτού στερείται κοινωνικού νοήματος και δεν αποκτά νόημα παρά μόνο όταν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό που κάμνει νόημα» (ό.π., σ. 39).]

Οι αγγλοσαξονικές χώρες (κυρίως οι Η.Π.Α. και ο Καναδάς) φαίνεται να κατέχουν την πρωτοκαθεδρία στις διαδικτυακές θεραπείες. Δεν είναι λοιπόν όλες οι κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των επαγγελματικών σωμάτων, που έχουν προχωρήσει και οργανώσει στον ίδιο βαθμό την κυβερνοψυχοθεραπεία (τηλεψυχοθεραπεία, τηλεψυχολογία, τηλεκλινική ψυχολογία, τηλεψυχολογική υποστήριξη κ.λπ…). Κάποιοι άλλοι παρουσιάζονται ‘‘ενθουσιασμένοι’’ ως προς τα οφέλη που θα έχει η επαγγελματική τους κοινότητα μέσα από τη χρήση του διαδικτύου. Αναφέρουμε ως παράδειγμα την Jacqueline Poulain-Colombier η οποία αναφέρει : «Η e-ψυχανάλυση προσφέρει αξιοθαύμαστα τεχνικά μέσα ως προς την επικρατούσα  παράδοση των ψυχαναλυτών να αλληλογραφούν, πράγμα που θα διευκολύνει κατά πολύ την επεξεργασία των αρχείων τους» (Poulin-Colombier J., 2000, αναφ. Leroux Y., 2012, σ. 31).

Είναι φανερό ότι η Poulin-Colombier αναφέρεται στην επίδραση που είχαν οι επιστολικές ανταλλαγές ανάμεσα στον Sigmund Freud και  Wilhem Flies, σε μια περίοδο, όπως τη χαρακτηρίζουν οι Antony Bateman Jeremy Holmes, «πνευματικού αναβρασμού και συναισθηματικής κρίσης για τον Freud», για να τεθούν «τα θεμέλια της θεωρίας και της πρακτικής της ψυχανάλυσης, τα οποία είναι λειτουργικά μέχρι σήμερα» (Μπέιτμαν Α., Χολμς Τζ., 1995, σ. 28). Ιδού λοιπόν έναν από τους σκοπούς, ανάμεσα σε πλειάδα σκοπών, «που κάμνει νόημα», και που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το διαδίκτυο με αποτελεσματικό τρόπο.

Η προσαρμογή λοιπόν στις νέες τεχνολογίες, τόσο του κοινού όσο και των επαγγελματιών ψυχικής υγείας αποτελεί βασική προϋπόθεση επιτυχούς χρήσης τους, πράγμα που μας παραπέμπει στην «ικανότητα χρήσης του αντικειμένου», όπως την έχει περιγράψει ο Winnicott – δηλαδή να ειδωθούν, οι νέες τεχνολογίες, μέσα από την πραγματική τους διάσταση, ούτε θεοποίησής τους ούτε δαιμονοποίησής τους. Ταυτόχρονα, ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας που αποφασίζει να παρέμβει τηλεματικά, «παρέχει όλα τα εχέγγυα, τόσο επαγγελματικά όσο και τεχνικά, ώστε ο χρήστης να είναι σε θέση να διακρίνει ότι πρόκειται για μια νόμιμη, επαγγελματική πρακτική» (Le Jamtel C., 2012, σ.22).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τελειώνοντας, ή καλύτερα, ανοίγοντας το κεφάλαιο της διαδικτυακής ψυχικής υγείας γενικότερα, δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας οφείλουν να προετοιμαστούν σε αυτές τις νέες θεραπευτικές πρακτικές. Πολλά είναι τα ερωτήματα που εγείρονται σχετικά με τις τηλεματικές θεραπείες εν γένει, χωρίς ωστόσο να μπορούν να δοθούν απλές απαντήσεις. Προβάλλεται ωστόσο, επιτακτικά, η ανάγκη να στοχαστούμε την πλειάδα ερωτημάτων όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις κυβερνοψυχοθεραπείες/ τηλεψυχοθεραπείες. Αυτό θα μας επιτρέψει στο να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε τα εν λόγω ερωτήματα, ώστε να είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτές τις νέες κοινωνικές απαιτήσεις, εντάσσοντάς τες στο κλινικό εργασιακό μας πλαίσιο. Έτσι, για να προφυλαχθούμε ως επαγγελματίες, αλλά και για να προφυλάξουμε τους χρήστες από την «κακή χρήση της ψυχολογίας», οφείλουμε να διερευνήσομε τις «νέες χρήσεις» της ψυχολογίας, «οι οποίες καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο εξέχουσα θέση στο όλο ψυχολογικό τοπίο» (Schneider B., σ. 42).

Συνακόλουθα, θα ήταν βλαπτική η μη επερώτηση του τηλεματικού θεραπευτικού πλαισίου που κάνουμε χρήση, ως προς τις ενδείξεις του, τα όριά του και χωρίς την επιστημονική τεκμηρίωσή του. Άρα, θα πρέπει να μπορεί (το τηλεματικό πλαίσιο) να γίνεται αντικείμενο τεκμηριωμένης επεξήγησής του, όσον αφορά στο θεωρητικό του υπόβαθρο και την δόμησή του. Επίσης, τα αποτελέσματά του πρέπει να μπορούν να γίνονται αντικείμενο συζήτησης αντικρουόμενων απόψεων μεταξύ των επαγγελματιών. Ας μη λησμονούμε τους κύριους πρωταγωνιστές, που είναι οι ασθενείς, τους οποίους οφείλουμε να προειδοποιήσουμε για την ιδιοτυπία του κυβερνοχώρου.

 

Βιβλιογραφία

Barak A., Grohol J., 2012, «Intervation en santé mentale. Tendances aux États-Unis», στο Le Journal des psychologues, 301: 37-41.
Code de Déontologie des Psychologues, 2012, France, Actualisation de février 2012, Εγχειρίδιο, Εκδ. Le Journal des psychologues.
Laplanche J., Pontalis J.-B., 1967, 1981, Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, Εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1986.
Le Jamtel C., 2012, Psychologie de l’ avatar, avatar de la psychologie?, στο  Le Journal des psychologues, 301: 20-24
Leroux Y., 2012, Psychotherapie et Internet, στο Le Journal des psychologues, 301: 29-33.
Μολινάρι Ενρ., Corriere della Sera, 2009, στο http://www.gkesisoglou.gr/2009/09/09/online-counselling/comment-page-1/ , επιμέλεια Περικλής Δημητρολόπουλος, πρόσβαση 23.02.2013.
Μπέιτμαν Α., Χολμς Τζ., 1995, Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1998.
Schneider B., 2012, Une réflexion collective nécessaire, στο Le Journal des psychologues, 301: 24-42.
Suler J., 2012, Effet de désinhibition, στο Le Journal des psychologues, 301 : 34-36.
The Lancet Journal, 2009, στο http://www.gkesisoglou.gr/2009/09/09/online-counselling/comment-page-1/ , επιμέλεια Περικλής Δημητρολόπουλος, πρόσβαση 23.02.2013.





[1] Κλινικός ψυχολόγος. Εργάζεται στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Κύπρου.
- Κατέχει Δίπλωμα Ανωτάτων Εξειδικευμένων Σπουδών στην Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία (D.E.S.S. 3ος Κύκλος σπουδών) & Maîtrise, Licence, D.E.U.G. στην ψυχολογία.
 - Εξειδικευμένο Δίπλωμα Ιατρικών Σπουδών  (A.E.U.) Ιατρική Ψυχολογία.
 - Εξειδικευμένο Δίπλωμα Ιατρικών Σπουδών  (A.E.U.) Δικανική Ψυχιατρική & Κλινική Εγκληματολογία. 
(Πανεπιστήμια  Luis Lumière Lyon 2 & Claude Bernard Lyon 1, Γαλλία).

Παρουσιάστηκε στο 3ο Πανελλήνιο Διεπιστημονικό Συνέδριο ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΛΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ.
Θέμα:
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ – ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ & ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ, ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΑΣΘΕΝΩΝ.

16 - 17 Μαΐου 2013, Royal Olympic Hotel (Μετρό Ακρόπολη)
17 Μαΐου  Παγκόσμια Ημέρα Τηλεπικοινωνιών & Κοινωνίας της Πληροφορίας

Επικοινωνία
Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: n.agathocleous@gmail.com

[2] Ας σημειωθεί ότι αυτός ο τρόπος άσκησης της διαδικτυακής ψυχοθεραπευτικής αφορά κατά κύριο λόγο επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ψυχολόγους και ψυχιάτρους, που προσφέρουν θεραπευτικές υπηρεσίες είτε σε άτομα είτε σε ομάδες ατόμων.

[3] Πρόσφατα, συνάδελφος μού ανέφερε ότι συντονίζει μια ομάδα (δια ζώσης, όχι εικονική), στην Κύπρο, με εξαρτημένους ασθενείς στα τυχερά παιχνίδια. Ένας ασθενής όφειλε να μετακομίσει εκτός Κύπρου. Έκτοτε, συνεχίζει να συμμετέχει στην ομάδα αυτή, εξ αποστάσεως, διαδικτυακά – μέσω Skype, με ήχο και εικόνα. Φαίνεται λοιπόν ότι το τηλεματικό σχήμα, στο οποίο καταφεύγει ένας θεραπευτής μπορεί να λάβει πολλαπλές, ή καλύτερα, ιδιότυπες μορφές, τις οποίες ο ψυχολόγος οφείλει να διαχειριστεί.


[4] Το τηλε- είναι λεκτικό πρόθημα για το σχηματισμό λέξεων, το οποίο προσδίδει την έννοια της μεγάλης απόστασης σε κάτι («φέρνω κάτι από μακριά»). Στη βιβλιογραφία και στην πρακτική συναντάμε επίσης το πρόθημα κυβερνο- (π.χ. κυβερνοψυχολογία, κυβερνοψυχοθεραπεία, κ.λπ.) το οποίο προέρχεται από την " Κυβερνητική" και σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη " κυβέρνηση". Ως “Κυβερνητική” (Cybernetics) ο Wiener απεκάλεσε το 1948 τις θεωρίες του ελέγχου της ροής πληροφοριών μεταξύ ζώντων ή τεχνητών επικοινωνούντων συστημάτων.
 Ο όρος αναφέρεται από τον Πλάτωνα: Τί δ' εν νηί, εί τω εξουσία είη ποιείν ό δοκεί, νού τε καί αρετής κυβερνητικής εστερημένω, καθοράς ά άν συμβαίη αυτώ τε καί τοίς συνναύταις; (Πλάτων, Αλκιβιάδης, 135A).
Ο όρος έγινε λοιπόν γνωστός από τον Norbert Wiener, στο έργο του Cybernetics or Control and Communication in the Animal and the Machine (Κυβερνητική ή έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές). [Δείτε, Norbert Wiener, Κυβερνητική ή έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές, εκδ. Καστανιώτης. Δείτε επίσης το πρωτότυπο: Norbert Wiener, Cybernetics or Control and Communication in the Animal and the Machine, Hermann Editions in Paris; Cambridge: MIT Press, Wiley & Sons in NY 1948].
Η περιοχή που άνοιγε με αυτό το θεμελιώδους αξίας βιβλίο του, του οποίου ο τίτλος προδιαγράφει τα όρια ισχύος του νέου όρου: “Κυβερνητική ή Έλεγχος και Επικοινωνία σε Ζώα και Μηχανές”, ο Wiener την ονόμασε Κυβερνητική - Cybernetics. Ο όρος αυτός είναι φυσικά ένας νεολογισμός, που ο Wiener κατασκεύασε από την ελληνική λέξη “κυβερνήτης,” για να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι η νέα επιστήμη αφορά την κυβέρνηση, με την έννοια της διεύθυνσης ή της ρύθμισης, δηλαδή, του ελέγχου και της επικοινωνίας (όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου του) συστημάτων ζώντων οργανισμών και μηχανών κατασκευασμένων από τον άνθρωπο. (Κυβερνητική, παρμένο από: https://science.fandom.com/el/wiki/%CE%9A%CF%85%CE%B2%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE).


[5] Solipsisme (λατινικά: solus, μόνος, και ipse, ίδιος/ όμοιος):  αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το Εγώ, μαζί με τα αισθήματα και συναισθήματά του, συνιστά τη μόνη υπάρχουσα πραγματικότητα, για την οποία είμαστε σίγουροι (https://www.larousse.fr/).
[6] Η επικοινωνία που πραγματοποιείται στον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή.
[7] Όχι ταυτόχρονη επικοινωνία.
[8] NEXTGENERATION, NETWORKING-NGN
[9] Ενημερωτικά να αναφέρουμε επίσης τους D. J. Doyle, K.J. Ruskin και T. P. Engel (1996) για την ιατρική· L. M. Wright (1996) για την νοσηλευτική· G. Giffors (1998) για τις κοινωνικές υπηρεσίες.