Σελίδες

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Ομάδες εποπτείας της επαγγελματικής άσκησης των κλινικών ψυχολόγων


Νίκου Αγαθοκλέους

ΥΠΕΡΕΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΞΕΩΝ  
Γενική διαπίστωση είναι ότι,  οι πλείστοι, αν όχι όλοι, των κλινικών ψυχολόγων έχουν ανάγκες κλινικής εποπτείας και μάλιστα κατά τρόπο θεσμοθετημένο.

Ουσιαστικά, η κλινική εποπτεία παραπέμπει στην ανάλυση της καθημερινής άσκησης του επαγγέλματος του κλινικού ψυχολόγου, όχι μόνο ανάμεσα στον ίδιο και τους ασθενείς του, αλλά και ανάμεσα στους άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας με τους οποίους συνεργάζεται και, εν γένει, στην ανάλυση της επίδρασης που έχει ο θεσμός  (μέσα από τον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του) επί των καθημερινών κλινικών του παρεμβάσεων, όποιες και να είναι αυτές.

Παρακάτω σκιαγραφείται το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας τέτοιων ομάδων, καθώς επίσης και κάποιες θεμελιώδεις  αρχές  που διέπουν το πλαίσιο τους (στο wikipedia, υπό τον τίτλο: analyse des pratiques. Στο παρών  κείμενο γίνεται αναφορά στο επάγγελμα του ψυχολόγου).

Η εποπτεία της επαγγελματικής άσκησης πραγματοποιείται σε ένα πλαίσιο περισσότερο  ομαδικό παρά ατομικό, γι’αυτό και διεθνώς μιλάμε για «ομαδική εποπτεία» ( ή ανάλυση)  της επαγγελματικής άσκησης,  η οποία θέτει ως στόχο στο να επιτρέψει  στους συμμετέχοντες να αναπτύξουν μια στάση περισυλλογής για αυτά που κάνουν ή δεν κάνουν.

Πώς θα ξε-μπλέξω..; 
Στην περίπτωση των κλινικών ψυχολόγων, το πλαίσιο αυτό δηλώνει μια μέθοδο βελτίωσης και, εν γένει, επαγγελματικής ανάπτυξης, που βασίζεται στην εποπτεία (ανάλυση) των επαγγελματικών εμπειριών - όποιες και να είναι αυτές - , είτε είναι πρόσφατες είτε βρίσκονται σε εξέλιξη - και  οι οποίες παρουσιάζονται από τους συμμετέχοντες της ομάδας· εξυπακούεται ότι η  ομάδα συγκροτείται μόνο από κλινικούς ψυχολόγους. 

Οι ομάδες αυτές  δεν είναι ψυχοθεραπευτικές : το υλικό το οποίο παρουσιάζεται από τους κλινικούς ψυχολόγους σχετίζεται άμεσα με την άσκηση του επαγγέλματός τους  και της επαγγελματικής τους ταυτότητας και όχι της προσωπικής τους ζωής. Με άλλα λόγια, στις ομάδες αυτές επεξεργάζεται  το ‘‘πώς εμπλέκεται ο κλινικός ψυχολόγος στις επαγγελματικές του πράξεις’’.


Τι εννοούμε όταν λέμε εποπτεία της άσκησης (των κλινικών πράξεων) του κλινικού ψυχολόγου και τι εννοούμε επίσης με τον όρο άσκηση του επαγγέλματος του κλινικού ψυχολόγου;

Παραθέτουμε μερικά σημεία :

  1. Αυτά  που κάνει ο κλινικός ψυχολόγος και για τα οποία δε μιλά, διότι δεν ανταποκρίνονται κατ’ ανάγκη σ’ αυτά που του έχουν υποδειχθεί (ανατεθεί) να κάνει.

  1. Αυτά που επιθυμεί να πραγματοποιήσει και του παρουσιάζονται εμπόδια στο να τα πραγματοποιήσει : αφορά εμπόδια (από όπου και αν προέρχονται) που προβάλλονται στην άσκηση του επαγγέλματος του κλινικού ψυχολόγου  και ζητήματα σχετιζόμενα  με το επαγγελματικό του ιδεώδες.

  1. Αυτά που κάνει, αλλά δε θέλει να κάνει.

  1. Αυτά που κάνει χωρίς πραγματικά να συνειδητοποιεί ότι τα κάνει, είτε, διότι τον βολεύει καλύτερα να μην τα γνωρίζει είτε, διότι αυτά που κάνει είναι τόσο «ενσωματωμένα» μέσα του, ώστε να μη τα αναγνωρίζει πλέον ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου των παρεμβάσεών του.

Βασικές αρχές που διέπουν τις  ομάδες εποπτείας.

  1. Το αίτημα των συμμετεχόντων.

Κατ’ αρχήν, αυτό που αποτελεί αναγκαιότητα  είναι το αίτημα του κλινικού ψυχολόγου : ο κλινικός ψυχολόγος εκδηλώνει και εκφράζει ελεύθερα, αλλά και αβίαστα, την επιθυμία του να συμμετέχει σε μια εποπτική ομάδα, διαφορετικά το πλαίσιο της ομάδας αυτής  θα αποτύχει.

  1. Αριθμός συμμετεχόντων.

Δώδεκα κλινικοί ψυχολόγοι θεωρείται το μέγιστο.
Επτά ή οκτώ το επιθυμητό.

  1. Η εξωτερικότητα του χώρου.

Ο χώρος όπου θα πραγματοποιούνται οι ομάδες θα πρέπει να είναι εκτός εργασιακού  χώρου.

  1. Συχνότητα και διάρκεια συνεδριών.

Ως επί το πλείστον, οι συνεδρίες πραγματοποιούνται μια φορά το μήνα και διαρκούν από δύο έως τρεις ώρες.

  1. Η ‘‘εξωτερικότητα’’ του συντονιστή.

Ο συντονιστής της ομάδας εποπτείας οφείλει να είναι ξένος ως προς τον θεσμό (στον οποίο οι κλινικοί ψυχολόγοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους). Ο θεσμός είναι που αποτείνεται σ’ αυτόν για να έχει τις υπηρεσίες του. Δεν πρέπει να είναι γνωστός, αλλά ούτε και να σχετίζεται ιεραρχικά με τους συμμετέχοντες της ομάδας.

  1. Σεβασμός στην εμπιστευτικότητα των ανταλλαγών.

Οι συμμετέχοντες οφείλουν να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα του συντονιστή και των λοιπών συμμετεχόντων ώστε να μη δημοσιοποιούν τα λεχθέντα  -  που εμπιστεύονται, εναποθέτουν στην ομάδα.

  1. Η θέση και ο ρόλος του συντονιστή.

Για να διευκολύνει τη διακίνηση του λόγου, που σχετίζεται με τις επαγγελματικές εμπειρίες των συμμετεχόντων, ο συντονιστής των εποπτικών ομάδων δεν μπορεί να τοποθετείται ως ειδήμονας, δηλαδή, ως εκείνος ο οποίος κατέχει τις απαντήσεις. Ο ρόλος τού συντονιστή συνίσταται στο να συνοδεύσει τους κλινικούς ψυχολόγους προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας των ζητημάτων που θέτουν (ή δε θέτουν), σχετικά με το  επαγγελματικό τους πρακτέο.

  1. Η ακρόαση της ψυχικής οδύνης.

Η πρώτη φάση της εποπτικής εργασίας συνίσταται στην ακρόαση αυτού που ο Jacques Levine ονομάζει ναρκισσιστικό πλήγμα των κλινικών ψυχολόγων.

  1. Η αναζήτηση νοήματος.

  1.  Η αναζήτηση πιθανών απαντήσεων.

Όταν ο κλινικός ψυχολόγος επερωτά  τις παρεμβάσεις του  σε ένα πλαίσιο ομαδικής εποπτείας, αυτό σημαίνει επίσης ότι στοχάζεται γύρω από  το πώς να τις καταστήσει αποτελεσματικότερες.

  1.  Η εμπλοκή των κλινικών ψυχολόγων που συμμετέχουν στην ομάδα εποπτείας.

Η ομάδα εποπτείας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα προαναφερθέντα παρά μόνο με την εγκαθίδρυση ενός πραγματικού κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον συντονιστή και τους κλινικούς ψυχολόγους.