Σελίδες

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

DSM, ICD-10 : Διαγνωστικά Κριτήρια και ταξινόμηση των ανθρώπων




Το ηθικό χάσμα ανάμεσα στην τεχνοκρατική θεραπευτική παρέμβαση και στην ακροαστική θεραπευτική


Νίκου Αγαθοκλέους[1]


«Υπάρχει μια φυσική τάση του ανθρώπου
να υπερβάλλει τις διαφορές και τις ομοιότητες,
επί των οποίων στηρίζεται η ταξινόμηση,
να υποθέτει ότι πράγματα που έχουν διαφορετικά ονόματα,
είναι εντελώς διάφορα
 και πράγματα που έχουν το ίδιο όνομα
 είναι ουσιαστικά ταυτόσημα.
 Αυτή η τάση της υπερβολής στην ταξινόμηση
δημιουργεί χίλια κακά και αδικίες»[2]  (Wells H.G. σ. 880 - 81).



Ο μεγάλος ιστορικός Wells ανασκοπώντας  την εξέλιξη της ανθρώπινης κριτικής σκέψης και του πνεύματος και σημειώνοντας τη μετάβαση από τον Μεσαιωνικό στον νεότερο κόσμο μέσα από την αναβίωση του ανθρωποκεντρικού πνεύματος της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, γράφει: Και «…ενώ ο Ρεαλισμός[3] έρρεπε, όπως ρέπει κάθε απαίδευτο πνεύμα, προς το δόγμα, τις αυστηρές διακρίσεις, τις αυστηρές κρίσεις και την ασυμβίβαστη στάση, ο αρχικός και μεταγενέστερος Νομιναλισμός έρρεπε προς τις αιτιολογημένες προτάσεις, προς την εξέταση των ατομικών περιπτώσεων και προς την έρευνα, το πείραμα και τον σκεπτικισμό.» (σ. 882)

Με τον όρο  ‘‘τεχνοκρατική θεραπευτική παρέμβαση’’ εννοούμε εκείνες τις μεθόδους και τεχνικές οι οποίες χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό γνώμονα την επίτευξη ενός σκοπού, χωρίς να προτάσσει ως κριτήριο, τις συνέπειες των επιλογών της για τον ανθρώπινο παράγοντα.

Με τον όρο ‘‘ακροαστική θεραπευτική’’ εννοούμε γενικά εκείνες τις μεθόδους και τεχνικές, οι οποίες ευνοούν την προσεκτική ακρόαση του ανθρώπου, ώστε να δοθεί νόημα στα λεγόμενά του – λεκτικά ή μη λεκτικά.

Κατά τον Jean Pierre Chartier (2009) το DSM είναι «μια διαγνωστική αποθήκη» η οποία «[…] παραγνωρίζει την ενδοψυχική δυναμική του ασθενή» κι οι ψυχικές διαταραχές αποδίδονται, όπως λέει ο Szasz (1972), «ψευδεπίγραφα και καταχρηστικά.» (στο Γούναρη  Α., 2008)

Πρόσφατα ο J. Pigeaud πραγματευόμενος τη μελαγχολία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη της ψυχιατρικής εκείνης που καταργεί τη μελαγχολία, εκείνης της ψυχιατρικής του DSM, που απορρίπτει τα πολιτιστικά στοιχεία» (στο  Chartier J.P., 2009,  σ. 18), ως δυναμικά στοιχεία μιας κοινωνίας, μέσα από τα οποία ο κάθε άνθρωπος διαμορφώνεται ως μια ξεχωριστή οντότητα.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα διάγνωσης, που αναφέρεται στο  DSM, θα δώσουμε και πάλιν το λόγο στο  Jean Pierre Chartier (2009, σ. 18.), σύμφωνα με τον οποίο «η διπολικότητα», ως διάγνωση στο DSM, «είναι μια αεριώδης έννοια, που καλύπτει κάθε είδος ψυχοπαθολογίας και η οποία παραγνωρίζει την ενδοψυχική δυναμική του ασθενή. Μέσα από τη σύγχρονη φραγκοχιώτικη[4] ψυχιατρική η έννοια αυτή τείνει ακόμη να υποκατασταθεί από την  ήδη συγκεχυμένη  έννοια της κατάθλιψης, συμβάλλοντας στη μετατροπή της ψυχικής ζωής ενός ανθρώπου σ’ ένα αντικείμενο, πεδικλώνοντας», όπως το λέει ο Maldiney,  «την κινητικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης» (στο  J. Chartier, 2009,  σ. 19).

Μια συγκροτημένη μελέτη αμερικανών ψυχιάτρων (Mezzich ∙ Kleinman ∙  Fabrega ∙  Parron, 1996) υποστηρίζει, ότι κάθε κοινωνία διαθέτει διαφορετικά κριτήρια για τη κανονικότητα, την παρέκκλιση, την αντικανονικότητα, το σεβασμό, την ανθρώπινη συμπεριφορά… Στη μελέτη αναφέρονται περιπτώσεις κοινωνικών – πολιτισμικών ή ηθικών ιδιαιτεροτήτων, που με βάση τα διαγνωστικά εγχειρίδια θα έπρεπε να ερμηνεύονται ως ψυχικές διαταραχές (στο  Γούναρη Α., 2008).

t______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________καιΠανεπιστημartierνωμοσ_______________________________________________________________________________________________________
O Bourguignon André, ένας από τους επιφανέστερους καθηγητές της ψυχιατρικής, εξέτασε επιστάμενα τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν μέσα από την ταξινόμηση του τι είναι φυσιολογικό και τι είναι παθολογικό, ταξινόμηση επί της οποίας «εδραιώθηκε η ψυχιατρική», όπως ο ίδιος αναφέρει. To 1981 πραγματεύεται το ζήτημα της βιολογίας και της ταξινόμησης στην ψυχιατρική και το 1995, σ’ ένα ευρωπαϊκό συνέδριο, πραγματεύεται το ζήτημα της ψυχιατρικής και της ηθικής · του νου και του ανθρώπινου ψυχισμού· της ηθικής στην έρευνα και στις θεραπευτικές. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Αν μια συμπωματική κατηγοριοποίηση των διαταραχών κρίνεται αναγκαία σε ότι αφορά στην επιδημιολογική έρευνα και στη φαρμακευτική κλινική πειραματική, καθίσταται αχρείαστη και ακόμη νοσηρή[5], όταν πρόκειται να κατανοήσουμε ένα υποκείμενο έχοντας ως σκοπό τη θεραπεία του» (στο  Bourguignon O., 1997, σ. 216) και την αξιολόγησή του, οποιοσδήποτε και να είναι ο σκοπός αυτής.

Και ακόμη, ένας άλλος καθηγητής της ψυχιατρικής, ο Daniel Widlöcher (στο Brocq H., 2009, σ.30) δηλώνει απερίφραστα ότι, «ουδέποτε θεραπεύσαμε την οποιαδήποτε ψυχική καταπόνηση με τα αντικαταθλιπτικά. Όταν τα φάρμακα δρουν, πάνω σε τι δρουν; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα αντικαταθλιπτικό δρα πάνω στην αυτο-εκτίμηση και ότι καταπραΰνει το πένθος και κατευνάζει την παρόρμηση; Δεν το νομίζω.»

Μπορεί να ενδώσουμε στον πειρασμό επιζητώντας την άμεση και χωρίς καθυστέρηση μείωση των συμπτωμάτων, που ενίοτε εκδηλώνονται με  ‘‘θορυβώδη’’  και  ‘‘θεαματικό’’ τρόπο. Αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος, που δύναται να μας ωθήσει σε δραστικές παρεμβάσεις, ώστε να επιτύχουμε τη γρήγορη μείωση των συμπτωμάτων, αν όχι και την εξαφάνισή τους. Εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο στην αποκλειστική χορήγηση ψυχοφαρμάκων, αλλά και σε ‘‘ψυχολογικές μεθόδους και τεχνικές’’,  των οποίων αποκλειστικός σκοπός και στόχος είναι η μείωση, αν όχι και η εξαφάνιση του συμπτώματος, δρασκελίζοντας κατά τινά τρόπο την ψυχική ζωή του υποκειμένου, εκλαμβάνοντάς την ως ένα «μαύρο κουτί», συσκοτίζοντας με άλλα λόγια την ψυχική συνιστώσα του ανθρώπινου όντος, μετατρέποντας ένα υποκείμενο σε αντικείμενο.

Ο Bernard Chouvier (2008, σ. 9)  γράφει σχετικά: «Όσο δικαιολογημένος και κλινικά βασισμένος», μοιάζει να είναι αυτός ο τρόπος προσέγγισης των συμπτωμάτων, «έστω και αν  η εκφραζόμενη καταπόνηση είναι ολοφάνερη, δε θα έπρεπε να νομίσουμε, ότι η εξαφάνιση του συμπτώματος σημαίνει και  την αποκατάσταση του  προβλήματος· αυτό θα σήμαινε την απόκρυψη του σημαίνοντος χαρακτήρα [του συμπτώματος]». Δηλαδή, «το σύμπτωμα αποτελεί τη σφραγίδα του σημαίνοντος», όπως το σημειώνει ο  Jacques Lacan[6] και   «εμφανίζεται κατά κάποιον τρόπο για να ελκύσει την προσοχή του πλησίον επί της υποκείμενης καχεξίας, που η ενδοψυχική της αιτιολογία είναι πολύπλοκη. Καταργώντας το σύμπτωμα είναι ωσάν να αποσιωπούμε την έκφραση της σύγκρουσης. Καταπνιγμένο το σύμπτωμα μετατίθεται αλλού, όταν δεν πράττεται τίποτα προς την κατεύθυνση της ακρόασης του ψυχικού πόνου, απ’ όπου πραγματικά εκφράζεται» (Chouvier B., 2008, σ. 9).

Το ‘‘κατεπείγον’’ της θεραπευτικής παρέμβασης δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ανταγωνίζεται την αναγκαιότητα του χρόνου που απαιτείται από το υποκείμενο για την επεξεργασία τόσο των ενδοψυχικών όσο και των εξωτερικών διενέξεων (διαπροσωπικών, κοινωνικών). Αντίθετα, οι δύο αυτές παρεμβάσεις απαιτούν διάρθρωση, ώστε όπως χαρακτηριστικά και  πάλιν το σημειώνει ο Chouvier B. (ό.π., σελ. 9), αφού «σταματήσουμε τη συμπτωματολογική αιμορραγία», να «εκκινήσουμε την προβληματική επί των υποκείμενων ασυνείδητων σχηματισμών (formations inconscientes sous-jacentes), πράγμα που αποτελεί την κύρια κλινική παρέμβαση· διαφορετικά, η μείωση της έντασης του συμπτώματος που έχει επιτευχθεί, είναι μάταιη και τεχνητή, κινδυνεύοντας να ωθήσουμε το υποκείμενο προς μια  ψευδο-προσαρμογή (adaptation en faux self)».  Αυτή η θεραπευτική τεχνική έχει ως  «τελική κατάληξη το ενκύστωμα των δυσκολιών και τον μακροχρόνιο εθισμό,  επικουρούμενος εκ των έξω. Το αίτημα, που δεν αντιμετωπίζεται στο χώρο απ’ όπου προέρχεται, μετατρέπεται σε καταναγκαστική διψαλέα επιθυμία σύναψης εξαρτητικών σχέσεων».

Η Bourguignon Ο. (1997, σ. 215 και 216) αναρωτιέται για όλους αυτούς τους «επαγγελματίες ψυχικής υγείας», που δηλώνουν κατά τ’ άλλα ΄΄ψυχοθεραπευτές΄΄ / ΄΄ψυχαναλυτές΄΄ -  δεν αναφέρεται βέβαια στους κλινικούς ψυχολόγους και γενικά στους ψυχολόγους, διότι το θεωρεί αυτονόητο! - ,  που ακολουθούν τη συμπωματική ταξινόμηση των διαταραχών, κατά πόσο έχουν πραγματικά μελετήσει «τον Ιπποκράτη, το Claude Bernard, το Freud, το Leriche, το CanguiIhem, το René Dubos, οι οποίοι μάλιστα ήσαν ως επί το πλείστον ιατροί και οι οποίοι μελέτησαν σε βάθος το φυσιολογικό και το παθολογικό». Ακόμη, αναρωτιέται «κατά πόσο γνωρίζουν τα αποτελέσματα του περίφημου πειράματος του Rosenham (1973), ο οποίος κατέδειξε το φλου της ψυχιατρικής κατηγοριοποίησης, την επίδραση του συγκείμενου και τη νοσηρότητα του στιγματισμού.» [Δες σχετικό άρθρο σχετικά με το εν λόγω πείραμα του Rosenham σε αυτό τον σύνδεσμο: https://clinical-psychology-cyprus.blogspot.com/2013/11/blog-post_10.html]

Όλοι οι παραπάνω είχαν, και για να το πούμε έτσι όπως το διατυπώνει ο H.G.Wells, «τη σαφήνεια της ατρόμητης σκέψης» (σ. 880),  ήταν τα ελεύθερα πνεύματα των εποχών τους, είχαν και την Ελληνική κριτική και την Ελληνική ορμητικότητα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη… Ήταν, δανειζόμενοι και πάλι το πνεύμα τού H.G.Wells,  γι’ αυτούς «ένας μακρύς και αναγκαίος αγώνας για την εκκαθάριση ορισμένων βασικών ελαττωμάτων του ανθρώπινου πνεύματος και πολλοί σήμερα κάμνουν επικίνδυνα σφάλματα» (σ. 880), επειδή ακριβώς δεν έχουν μελετήσει όλους εκείνους τους ΄΄πνευματικούς γίγαντες΄΄ , οι οποίοι συζητούσαν προβλήματα που απασχολούσαν το ανθρώπινο γένος, «πραγματευόντουσαν θεμελιωδώς σοβαρά ζητήματα» (σ. 680). Τα «επικίνδυνα σφάλματα» για τα οποία ομιλεί ο Wells δεν είναι άλλα από τα κριτήρια τα οποία ακολουθεί κανείς για να ταξινομεί ανθρώπους.

Μια ασθενής μου, κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησής μας, παρουσιάζεται έντονα προβληματισμένη για το πώς θα μπορούσε από μόνη της πλέον να διαχειρίζεται τη ζωή της (τις διαπροσωπικές της σχέσεις με τα παιδιά της, τον σύζυγός της, αλλά και εν γένει τις κοινωνικές και επαγγελματικές της σχέσεις…).

Αναφέρεται σε διάφορους ‘‘επαγγελματίες’’ τους οποίους επισκεπτόταν τα τελευταία χρόνια, «ψυχοθεραπευτές», «σύμβουλους γάμου», «ψυχαναλυτές», «ψυχολόγους», «υπνοθεραπευτές» ..., οι οποίοι της έδιναν συμβουλές για το τι να κάνει ή να μην κάνει για να αλλάξει η διάθεσή της…Επίσης, για κάποιο χρονικό διάστημα έπαιρνε και  κάποια «αντικαταθλιπτικά φάρμακα», όπως η ίδια τα ονομάζει – της τα χορηγούσε γιατρός,  χωρίς κανένα αποτέλεσμα, έστω και αν «ο γιατρός της την διαβεβαίωσε ότι σε έξι μήνες θα γίνει καλά και θα πρέπει να υπομένει, να αφήσει χρόνο στα φάρμακα να δράσουν, έστω και αν η ίδια, αφότου ξεκίνησε να παίρνει φάρμακα αισθανόταν τόσο ‘‘κομμένη’’ καθημερινά, που δεν ήταν πλέον ο ίδιος ο εαυτός της…και το έλεγε στο γιατρό της…». «Συμφωνούσαν», λέει, «για τους φόβους, τις ανησυχίες της και τις απόψεις της…, της άρεσε που την υποστήριζαν για όλα αυτά που αφηγείτο για τους άλλους,…έκανε με αυτούς, λέει, μια καλή συζήτηση και έφευγε όντας πεπεισμένη ότι έχει δίκιο για  όλα αυτά τα οποία αισθάνεται και ότι είναι οι άλλοι που της κάνουν τη ζωή της δύσκολη, αυτή είναι μια χαρά…!». Έφευγε έχοντας στη ‘‘τσέπη’’ κάποιες συνταγές προς εκτέλεση… . Όμως, τώρα έχει συνειδητοποιήσει, ότι «κάτι δεν πάει καλά και δεν είναι δυνατό αυτό να συνεχίσει επ’ άπειρον,  κάθε φορά που έχει να αντιμετωπίσει κάτι στη ζωή της -  πράγμα καθημερινό -  να ανατρέχει σε όλους αυτούς τους ‘‘επαγγελματίες’’ για να την συμβουλεύσουν ή και να της δώσουν φάρμακα». Με ερωτά «αν υπάρχει κάτι άλλο στην ψυχολογία που θα την βοηθούσε, ώστε από μόνη της πλέον να μπορεί να αντιμετωπίζει τη ζωή της».  

Ένα δεύτερο παράδειγμα αφορά ένα νεαρό σχολικό ψυχολόγο, ο οποίος σε μια σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν διάφοροι επαγγελματίες για να στοχαστούν γύρω από ένα δεκαπεντάχρονο ΄΄επικίνδυνο΄΄ μαθητή, ο οποίος αποπέμφθηκε από το σχολείο λόγω «βίαιης συμπεριφοράς» και τώρα εξετάζεται η επανένταξή του, και ενώ ο μαθητής επιμένει να επανενταχθεί σε ένα άλλο σχολείο, προβάλλοντας τους λόγους του, και όχι σ’ εκείνο που του υποδεικνύουν οι άλλοι (στο οποίο λειτουργούν «εξειδικευμένα προγράμματα επανένταξης»),  ο νεαρός λοιπόν σχολικός ψυχολόγος,  στο άκουσμα του «οφείλουμε να αφουγκραστούμε τις ανάγκες, επιθυμίες, ανησυχίες, φόβους και προβληματισμούς…  του νεαρού μαθητή», ισοδυναμούσε για τον ίδιον τον ψυχολόγο με το «να τον ικανοποιήσουμε…» και έμοιαζε να απορούσε με μια τέτοια προσέγγιση.  Η παρέμβαση την οποία ευνοούσε ο σχολικός ψυχολόγος, φαινόταν να είναι καθαρά «τεχνοκρατική»: ή αποδέχεται ο μαθητής  εκείνο το σχολείο που του προτείνουμε, όπου λειτουργούν «εξειδικευμένα προγράμματα» ή αν δεν αποδέχεται, δεν έχουμε να ακούσουμε τίποτα από αυτόν και να μας αφήσει ήσυχους, κατά κάποιον τρόπο. Εξ άλλου, ο μαθητής μού είχε αναφέρει, παρουσία των γονέων του,   σε μια άλλη συνάντηση ότι ο σχολικός ψυχολόγος  του το είχε δηλώσει ρητά : «σε συμβουλεύω να αποδεκτείς το σχολείο που σου προτείνουμε, δεν έχει πουθενά αλλού να πας,  διαφορετικά θα παραμείνεις για  πάντα στο σπίτι σου.» 

Αναφερόμενος στον Θεοδόσιο Ν. Πελιγρίνη (1997, σ. 57) -  παραφράζοντας και διασκευάζοντάς τον -, «το γεγονός, παραδείγματος χάριν» ότι ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας είναι στην ψυχική, νοητική και κοινωνική  κατάσταση που είναι και ότι είναι αυτός ο επαγγελματίας που είναι,  έστω και αν έχει λάβει μια ΄΄νόμιμη΄΄  εκπαίδευση για τις θεραπευτικές μεθόδους και τεχνικές που εφαρμόζει,  όταν όμως αυτός ο επαγγελματίας προσβάλλει τον ασθενή του με οιονδήποτε τρόπο, «δε σημαίνει, ασφαλώς, ότι έπρεπε κιόλας να προσβάλει» τον ασθενή του. «Η πρόταση του είναι με την οποία περιγράφεται» η κατάσταση του επαγγελματία αυτού και οι επαγγελματικές  πράξεις που εφαρμόζει επάνω στον ασθενή του, «δεν συνεπάγεται την πρόταση του πρέπει, με την οποία αξιολογείται σαν ηθικά σωστή  η προσβλητική πράξη του κατά»  του ασθενούς του. Στο τέλος, ο επαγγελματίας αυτός, ασφαλώς και δεν απαλλάσσεται της ηθικής ευθύνης των επιπτώσεων που έχουν στον ασθενή του, οι προσβλητικές επαγγελματικές του πράξεις.

Άξιον αναφοράς σχετικά με το θέμα που ενασχολούμαστε είναι και το παραμύθι της Ελοΐζ(σ. 32). Όταν η γριούλα ερωτά: «τι να κάνω οξιά μου, για να αρχίσει να γουργουρίζει [ο γάτος μου]; Γιατί αυτό λαχταράει πιο πολύ από καθετί άλλο η καρδιά μου!».  Ιδού η απάντηση που παίρνει η καταπονημένη μας γριούλα: «Αχ, ξέρεις, εγώ δεν είμαι παρά ένα δένδρο γέρικο και συμβουλές δε δίνω. Έχουν δει τόσα και τόσα τα μάτια μου. Θα βρεις μόνη σου την απάντηση που γυρεύεις.»

Η κάθε επαγγελματική πράξη οφείλει, συνεπώς,  να «στηρίζεται σε ένα ηθικό στοχασμό και στην ικανότητα κρίσης του κάθε» επαγγελματία, «ανεξάρτητα των μεθόδων που εφαρμόζει, τόσο για την άσκηση του επαγγέλματός του, όσο και του επαγγελματικού του πλαισίου» (Kώδικας Δεοντολογίας των Ψυχολόγων,1996).

Η θεραπεία - και η όποια ψυχολογική παρέμβαση, ακόμη και αξιολογική - «δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια τεχνική πράξη. Ο λόγος και η ακρόαση ενός ασθενή ανθρώπου αποτελούν ουσιαστικές αξίες, σε ότι αφορά στο θεραπευτικό πλαίσιο· ο ασθενής είναι που κατέχει τη γνώση της ασθένειάς του· η ψυχική του καταπόνηση εμπεριέχεται εξολοκλήρου στις λέξεις που χρησιμοποιεί, για να εκφράσει  αυτό που του συμβαίνει » (Brocq H., 2009, σ. 30).

Όπως όλοι εμείς οι κλινικοί ψυχολόγοι γνωρίζουμε, ο κλινικός «ακούει» τη συμπτωματολογία του υποκειμένου, αλλά δεν εστιάζεται σε αυτή και σε καμιά περίπτωση ταξινομεί, για να χορηγήσει αποκλειστικά και μόνο φάρμακα ή και συμβουλές. Εκείνο που κάνει την κλινική ψυχολογία να διαφέρει ριζικά από τις άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες (και βέβαια από οποιαδήποτε τεχνοκρατική θεραπευτική  παρέμβαση) είναι η ακροαστική της ικανότητα - εδώ έγκειται κι η ιδιομορφία της.  Το σύμπτωμα, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι το αποτέλεσμα μιας αιτίας ή αιτιών, κι ας μη συγχύζουν κάποιοι το αίτιο με το αιτιατό. Ο  κλινικός ακροάζεται  λοιπόν  την ιστορία της ζωής του υποκειμένου, το  πώς ζει τη ζωή του, το νόημα που δίνει σε αυτή, το πώς τη σχεδιάζει...

Είναι αδιανόητο για έναν “ιατρό της ψυχής” να ακολουθεί τη  «συμπωματική ταξινόμηση των διαταραχών», - ακολουθώντας δηλαδή τα διαγνωστικά εγχειρίδια του DSM ή του ICD-10 … - ή να εφαρμόζει τέτοιες τεχνικές και μεθόδους που συσκοτίζουν ή ακόμη πεδικλώνουν την ψυχική ζωή του υποκειμένου, και ταυτόχρονα να σκοπεύει στην κατανόηση του ασθενή του και ακόμη περισσότερο στην ίασή του.

Συμπερασματικά και αναστοχαζόμενοι θα κλείσουμε, ή καλύτερα θα  ανοίξουμε το κεφάλαιο αυτό με τους Jaakko Seikkula και Birgitta Alakare (2008, σ. 35) – ο πρώτος ψυχολόγος και η δεύτερη ψυχίατρος – οι οποίοι δηλώνουν κατά τρόπο επιτακτικό ότι «θα έπρεπε να αναδομηθεί η εκπαίδευση των θεραπευτών» (τεχνοκρατικών εκπαιδεύσεων, θα λέγαμε) «ώστε να περιλάβει νέα στοιχεία: όχι μόνο την ανάγνωση βιβλίων για ιατρικές παρεμβάσεις, αλλά επίσης το στοχασμό πάνω στη φιλοσοφία της ανθρώπινης οπτικής και τον προβληματισμό σχετικά με τις δυνατότητες ακρόασης των ανθρώπων και δημιουργίας διαλόγου, και όχι κυριαρχίας στη θεραπευτική διαδικασία.» 

Βιβλιογραφία

Bourguignon O., 1997. Questions éthiques et déontologiques,  μτάφρ. από το γαλλικό κείμενο Νίκος Αγαθοκλέους. Στο  Perron R.(επιμέλεια), La pratique de la psychologie clinique. Paris : εκδόσεις Dunod.
Brocq H., 2009. Le psychologue clinicien : un acteur incontournable du développement d’une culture éthique de l’écoute à hôpital, μτάφρ. από το γαλλικό κείμενο Νίκος Αγαθοκλέους.  Le journal des psychologues, 266, σ. 27-31.
Chartier J.P., 2009,  Bipolarité et PMD : Ses rapports avec la philosophie et la psychanalyse, μτάφρ. από το γαλλικό κείμενο          Νίκος Αγαθοκλέους.  Le  journal des psychologues, Δεκ. 2009 – Γεν. 2010, no 273, σ. 18-19.
Chouvier B., 2008, L’acte symbolique : Donner un corps au fantasme (Introduction), μετάφρ. από το γαλλικό κείμενο Νίκος    Αγαθοκλέους,  στο B. Chouvier & R. Rousillon (επιμέλεια), Corps, acte et symbolisation. Psychanalyse aux frontières, εκδ. De Boeck Université, Bruxelles.
Seikkula J. & Alakare B., 2008, Ανοικτοί Διάλογοι με τους Ψυχωτικούς Ασθενείς και τις Οικογένειές τους, μτφρ. Μπάσογλου Δ., επιμέλεια Μουρελή Ε. Μετάλογος, τ.14, σ. 22-36
Wells H.G., [χωρίς έτος έκδοσης], Παγκόσμιος Ιστορία, εκδ. ΔΕΛΤΑ, Αθήνα.
Γούναρη  Α., 2008, Διαγνωστικά Κριτήρια και Ψυχιατρική Ηθική, [διαδίκτυο]. Διαθέσιμο στο: http://www.ethics.gr/content.php?id=40  (Ελληνική Εταιρία Ηθικής) [πρόσβαση  05 Απριλίου 2009].
Ελοΐζ,  Η γριούλα κι ο γάτος ο Ριρής, στο Χορταστικές ιστορίες, εκδ. ψυχογιός.
Kώδικας Δεοντολογίας των Ψυχολόγων, 1996. Μετάφραση και επιμέλεια Νίκος Αγαθοκλέους [διαδίκτυο]. Διαθέσιμο στο : http://clinical-psychology-cyprus.blogspot.com/2010/08/22-1996-aepu-association-des.html
και στο: http://www.moh.gov.cy/MOH/MHS/MHS.nsf/All/2FF2A7F2CB6BD225C225741D0038323D?OpenDocument [ημερομηνία πρόσβασης : 15.01.2009].
Πελιγρίνης Θ.Ν., 1997, Ηθική φιλοσοφία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.







[1] Ο Νίκος Αγαθοκλέους είναι Κλινικός ψυχολόγος - Ψυχαναλυτικός ψυχοθεραπευτής των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
[2] Όπου γίνεται αναφορά στον Wells, το κείμενο έχει μεταφερθεί στη νέα ελληνική.
[3] Η λέξη ΄΄Ρεαλιστής΄΄ στη μεσαιωνική συζήτηση έχει σημασία σχεδόν εκ διαμέτρου αντίθετη με τη λέξη ΄΄Ρεαλιστής΄΄, όπως χρησιμοποιείται στη σύγχρονη γλώσσα της κριτικής, στο Wells H.G., ό.π.,  σελ. 881. 
[4] Φραγκοχιώτικα: Διάλεκτος ανάμικτη από διάφορα γλωσσικά ιδιώματα (αραβικά, γαλλικά, ιταλικά) σε χρήση, άλλοτε, σε λιμάνια της Μεσογείου. Στο γαλλο-ελληνικό λεξικό, 1995,  ΚΑΟΥΦΜΑΝ, Αθήνα.
[5] Η υπογράμμιση είναι δική μου.
[6] Ο Jacques Lacan, το 1987, εισάγει τον όρο « parlêtre » -  πρόκειται στη γαλλική γλώσσα για ένα νεολογισμό :  parler = ομιλώ, être  = το  ον / το είναι /η  ύπαρξη - για να ορίσει το ασυνείδητο.  Κατά τον Lacan , «η ανθρώπινη ύπαρξη συναποτελείται από δύο  σώματα, μια ζώσα ύλη, δηλαδή  εξαρτημένη από ένα ισχνό σώμα, ουσιώδες όμως -  ένα σώμα δημιουργημένο από την ομιλία (langage). Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα σώμα που διαπερνάται από το συμβολικό και μετατρέπεται με τη σειρά του σε χώρο του συμβολικού. Το συμβολικό ενσαρκώνεται στο σώμα κατά τινά τρόπο. Είναι γι’ αυτό το λόγο που το σύμπτωμα αποτελεί τη σφραγίδα του σημαίνοντος»,  μετάφρ. από το γαλλικό κείμενο:  Νίκος Αγαθοκλέους.