Σελίδες

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ


 22 Μαρτίου 1996

AEPU (Association des enseignants en psychologie des universités)  :
Institut de psychologie, 28, rue Serpente, 75006 Paris.
ANOP (Association nationale des organisations professionnelles) : 20 bis, Grand’ Rue – Croix – Rouge, 13013 Marseille.
SFP (Société française de psychologie): Institut de psychologie, 28, rue Serpente, 75006 Paris.

Μετάφραση, προσαρμογή και γενική επιμέλεια : 
Νίκος Αγαθοκλέους 
(Κλινικός Ψυχολόγος)
Τελική διόρθωση κειμένου :  Χριστάκης Αγαθοκλέους &   Νίκος  Ευθυμίου, Καθηγητές ελληνικής φιλολογίας. Νομική  επιμέλεια : Μερκούρης Αγαθοκλέους (Δικηγόρος)

Δεν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα για τον παρών Κώδικα, το μόνο που ζητείται είναι να γίνει αναφορά στο:
22 Mars 1996. AEPU (Association des enseignants en psychologie des universités) :
Institut de psychologie, 28, rue Serpente, 75006 Paris.
ANOP (Association nationale des organisations professionnelles) : 20 bis, Grand’ Rue – Croix – Rouge, 13013 Marseille.

SFP (Société française de psychologie): Institut de psychologie, 28, rue Serpente, 75006 Paris.


[Ας σημειωθεί ότι ο παρών κώδικας, που είναι του 1996, έχει επικαιροποιηθεί το 2012 τον οποίο θα βρείτε στα γαλλικά στον σύνδεσμο αυτό: http://www.codededeontologiedespsychologues.fr/LE-CODE.html]




ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Ο σεβασμός του ανθρώπου μέσα από την ψυχική του διάσταση είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα. Η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού εδραιώνει τις πράξεις των ψυχολόγων.   Ο παρών Κώδικας Δεοντολογίας απευθύνεται σε άνδρες και γυναίκες, εγγεγραμμένους στο Μητρώο Επαγγελματιών Ψυχολόγων,  παρέχοντας σε αυτούς θεμελιώδεις  επαγγελματικούς κανόνες, ανεξάρτητα των μεθόδων που εφαρμόζουν, τόσο για την άσκηση του επαγγέλματός τους, όσο και του επαγγελματικού τους πλαισίου, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν στον τομέα της διδασκαλίας και της έρευνας.   Πρώτιστος στόχος του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας είναι να διαφυλάξει το κοινό και τους ψυχολόγους από την κακή χρήση της ψυχολογίας και από τη χρήση μεθόδων και τεχνικών που επικαλούνται παράνομα την ψυχολογία.

ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ _____________________________________________________________________
Η πολυπλοκότητα των ψυχολογικών συνθηκών αντίκειται της απλής και συστηματικής εφαρμογής πρακτικών κανόνων. Ο σεβασμός του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας στηρίζεται σε ένα ηθικό στοχασμό και στην ικανότητα κρίσης του κάθε ψυχολόγου, για να τηρηθούν οι πιο κάτω θεμελιώδεις αρχές:

1/  Σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου

Ο ψυχολόγος βασίζει την πρακτική του, τόσο σε εθνικά, ευρωπαϊκά όσο και σε διεθνή νομοθετήματα, που αφορούν στο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων και κυρίως της αξιοπρέπειάς τους, της ελευθερίας τους και της προστασίας τους. Ο ψυχολόγος δεν μπορεί να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε ψυχολογική παρέμβαση χωρίς την αβίαστη και αποσαφηνισμένη  συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου ατόμου. Αντίστοιχα, ο οποιοσδήποτε μπορεί να αποταθεί ελεύθερα και απευθείας σε ψυχολόγο της δικής του επιλογής. Ο ψυχολόγος διαφυλάσσει την προσωπική ζωή των ατόμων μέσα από τη διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου, συμπεριλαμβανομένων και των συναδέλφων του. Σέβεται τη θεμελιώδη αρχή σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να αποκαλύψει οτιδήποτε για τον άλλο.

2/ Ειδημοσύνη

Η ειδημοσύνη του ψυχολόγου απορρέει από θεωρητικές γνώσεις, για τις οποίες ο ψυχολόγος τηρείται συνεχώς ενήμερος,  καθώς επίσης από συνεχή επιμόρφωση και εκπαίδευση που του επιτρέπει να διακρίνει την προσωπική του εμπλοκή μέσα από την κατανόηση του ατόμου. Ο κάθε ψυχολόγος αναγνωρίζει τα όρια των ιδιαίτερων επαγγελματικών του προσόντων, καθώς επίσης τους περιορισμούς της πανεπιστημιακής εξειδίκευσής του και της εμπειρίας του. Αρνείται οποιαδήποτε παρέμβαση εφ’ όσον  δεν έχει τις  απαιτούμενες  εξειδικευμένες γνώσεις.


3/ Ευθύνη

Πέραν των ευθυνών που καθορίζονται από τον Νόμο, ο ψυχολόγος έχει την επαγγελματική ευθύνη των πράξεών του. Δεσμεύεται στο ότι οι παρεμβάσεις του θα είναι σύμφωνα με τους κανονισμούς του παρόντος Κώδικα. Ο ψυχολόγος αποφασίζει, μέσα στα πλαίσια των επαγγελματικών του εξειδικεύσεων, για την επιλογή και εφαρμογή των ψυχολογικών μεθόδων και τεχνικών, που εκπονεί και πραγματοποιεί. Φέρει την αποκλειστική ευθύνη των επιλογών του, των άμεσων επιπτώσεων των  πράξεών του και γνωμοδοτήσεών του.

4/ Εντιμότητα

Ο ψυχολόγος οφείλει να είναι έντιμος στην οποιαδήποτε επαγγελματική του σχέση. Πάνω σε αυτή την υποχρέωση της εντιμότητας του ψυχολόγου,  εδράζονται η τήρηση των Κανόνων Δεοντολογίας και η συνεχής προσπάθεια του ψυχολόγου να τελειοποιεί τις παρεμβάσεις του, να συγκεκριμενοποιεί τις μεθόδους του και να ορίζει με σαφήνεια τους στόχους του.

5/ Επιστημονική τεκμηρίωση

Οι μέθοδοι παρέμβασης που επιλέγονται από  τον ψυχολόγο πρέπει να μπορούν να γίνονται αντικείμενο τεκμηριωμένης  επεξήγησης, σε ότι αφορά το θεωρητικό τους υπόβαθρο και τη δόμησή τους. Οποιαδήποτε εκτίμηση ή αποτέλεσμα πρέπει να μπορεί να γίνεται αντικείμενο συζήτησης αντιμαχόμενων απόψεων μεταξύ των επαγγελματιών.


6/ Σεβασμός του καθορισμένου στόχου

Το μεθοδολογικό πλαίσιο παρέμβασης που εφαρμόζει ο ψυχολόγος ανταποκρίνεται αποκλειστικά και μόνο στους λόγους για τους οποίους παρεμβαίνει. Ο ψυχολόγος, καθώς δομεί την παρέμβασή του μέσα από το σεβασμό του καθορισμένου στόχου, οφείλει, λοιπόν, να λάβει υπόψη τις πιθανές χρήσεις της παρέμβασής του που μπορεί να κάνουν τρίτα άτομα.

7/ Επαγγελματική ανεξαρτησία.

Ο ψυχολόγος δεν μπορεί να αλλοτριώσει  με οποιοδήποτε τρόπο την αναγκαία ανεξαρτησία του για την άσκηση του επαγγέλματός του.

ΡΗΤΡΑ ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ

Σε οποιαδήποτε περίπτωση που ο ψυχολόγος εκτιμά ότι δεν μπορεί να σεβαστεί τις αρχές αυτές, έχει το δικαίωμα άρνησης προσφοράς οποιασδήποτε ψυχολογικής  υπηρεσίας.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:
Η ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

Άρθρο 1
Η νομική κατοχύρωση του Επαγγελματία Ψυχολόγου ορίζεται από το Νόμο 59 (Ι) 2009 – Ο περί Εγγραφής Επαγγελματιών Ψυχολόγων (τροποποιητικός) Νόμος του 2009 -  που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 26/06/2009. Είναι ψυχολόγοι τα άτομα που πληρούν τα προσόντα, όπως αυτά προνοούνται  από το νόμο και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Επαγγελματιών Ψυχολόγων. Οποιαδήποτε μορφή σφετερισμού του τίτλου του ψυχολόγου [βλέπε Νόμο 68 (Ι)/95, άρθρο 12] υπόκειται σε ποινική δίωξη και είναι ένοχος  (ο σφετεριστής) ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα λίρες, ή και στις δύο αυτές ποινές (Νόμος 68(Ι)/95).

Άρθρο 2
Για την Επαγγελματική άσκηση της ψυχολογίας, απαιτείται από το άτομο που την ασκεί να είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Επαγγελματιών Ψυχολόγων, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας, και να ασκεί τα καθήκοντα του ψυχολόγου.

Άρθρο 3
Θεμελιώδης αποστολή του ψυχολόγου είναι να φροντίζει με τέτοιο τρόπο, ώστε η κοινωνία να αναγνωρίζει και να σέβεται το άτομο μέσα από την ψυχική του διάσταση. Οι παρεμβάσεις του αφορούν στην ψυχική συνιστώσα του ατόμου, τόσο σε ατομικό όσο και σε  ομαδικό επίπεδο.

Άρθρο 4
Ο ψυχολόγος μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας είτε ως μισθωτός είτε ως δημόσιος υπάλληλος. Μπορεί να αναλάβει διάφορες αποστολές, τις οποίες διαχωρίζει και φροντίζει, ώστε οι άλλοι να τις διαχωρίζουν, όπως τη συμβουλευτική, τη διδασκαλία της ψυχολογίας, την αξιολόγηση, την επιμόρφωση, την ψυχοθεραπεία, την έρευνα, κτλ. Αυτές οι αποστολές μπορεί να πραγματοποιηθούν σε διάφορους επαγγελματικούς  τομείς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:
ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

Άρθρο 5
Ο ψυχολόγος ασκείται σε τομείς που άπτονται της εξειδίκευσής του, η οποία περιλαμβάνει κυρίως προπτυχιακές πανεπιστημιακές σπουδές στην ψυχολογία και μετεκπαίδευση στην ψυχολογία, καθώς επίσης ειδικές εκπαιδεύσεις, πρακτική εμπειρία και ερευνητικές εργασίες. Κρίνει εάν ενδείκνυται να παρέμβει και προβαίνει στην πραγματοποίηση πράξεων που άπτονται της εξειδίκευσής  του.

Άρθρο 6
Ο ψυχολόγος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε οι άλλοι να σέβονται τις ιδιαιτερότητες της άσκησης του επαγγέλματός του και την αυτονομία της τεχνικής του. Παράλληλα σέβεται αυτές των άλλων επαγγελματιών.

  Άρθρο 7
Ο ψυχολόγος δέχεται να προσφέρει τις υπηρεσίες του, μέσα από τις διάφορες αποστολές που αναλαμβάνει, μόνο εκείνες τις οποίες κρίνει ότι είναι σύμφωνες με την εξειδίκευση ή τις εξειδικεύσεις του, τις τεχνικές του, την ιδιότητά του, και δεν αντίκεινται των διατάξεων, ούτε του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας, ούτε του ισχύοντος  Νόμου.

Άρθρο 8
Το γεγονός ότι ένας ψυχολόγος προσφέρει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες, βάση ενός συμβολαίου ή ενός συγκεκριμένου στάτους ή σε οποιαδήποτε ιδιωτική επιχείρηση ή σε οποιοδήποτε κρατικό ίδρυμα, δεν απαλλάσσεται από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, και ειδικά τής υποχρέωσής του να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο από τη μια και να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία των επιλογών των μεθόδων του και των αποφάσεών του από την άλλη. Ο ψυχολόγος κάνει χρήση του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας για τη διαμόρφωση του συμβολαίου του ή των σχεδίων υπηρεσίας του και αναφέρεται σε αυτόν σε ότι αφορά τις σχέσεις του με άλλους  επαγγελματίες.

Άρθρο 9
Πριν από κάθε παρέμβαση, ο ψυχολόγος βεβαιώνεται για την αβίαστη συγκατάθεση των ασθενών του ή πελατών του που τον επισκέπτονται ή αυτών που συμμετέχουν σε μια εκτίμηση ή έρευνα ή πραγματογνωμοσύνη. Τους ενημερώνει για τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, τους στόχους και τα όρια της παρέμβασής του.  Η γνώμη του ψυχολόγου μπορεί να αφορά φακέλους ασθενών ή περιπτώσεις   (ασθενών, ιδρυμάτων, κλπ.) που άλλοι του παρουσιάζουν ενώπιόν του, όμως, η αξιολόγηση στην οποία προβαίνει δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο άτομα ή καταστάσεις τις οποίες εξέτασε ο ίδιος.    Οποιεσδήποτε και να είναι οι συνθήκες εκτίμησης, οποιοσδήποτε και να είναι ο αιτητής, ο ψυχολόγος υπενθυμίζει τα ενδιαφερόμενα άτομα, ότι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν μια αντεκτίμηση.  Στις περιπτώσεις έρευνας, ο ψυχολόγος ενημερώνει τους συμμετέχοντες για το δικαίωμά τους να αποχωρήσουν οποιαδήποτε στιγμή.  Στις περιπτώσεις δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, ο ψυχολόγος χειρίζεται ακριβοδίκαια και τα δύο μέρη γνωρίζοντας, ότι η αποστολή του έχει  στόχο να διαφωτίσει το δικαστήριο σε ότι αφορά στα ερωτήματα που του υποβάλλει και όχι να προσκομίσει αποδείξεις καταδίκης ή αθώωσης.

  Άρθρο 10
Ο ψυχολόγος μπορεί να δεχτεί, κατόπιν αιτήματός τους, ανήλικους ή ενήλικες, οι οποίοι προστατεύονται από το νόμο. Οι παρεμβάσεις του προς αυτούς λαμβάνουν υπόψη το στάτους τους, την κατάστασή τους και τις  ισχύουσες νομικές διατάξεις.       Όταν την εξέταση ανηλίκων ή ενηλίκων που προστατεύονται από το νόμο, τη ζητά ένα τρίτο άτομο, ο ψυχολόγος απαιτεί την αβίαστη συγκατάθεσή τους, καθώς επίσης την αβίαστη συγκατάθεση εκείνων που έχουν τη γονική εξουσία ή την κηδεμονία.
 
Άρθρο 11
Ο ψυχολόγος δε χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικούς του σκοπούς, για να προσηλυτίσει ή  να αλλοτριώσει τον άνθρωπο.  Δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα ενός τρίτου ατόμου που αναζητεί παράνομα ή ανήθικα ωφελήματα, ή που κάνει κατάχρηση εξουσίας προσφεύγοντας στις υπηρεσίες του ψυχολόγου.  Ο ψυχολόγος δεν αναλαμβάνει να κάνει εκτίμηση ή θεραπεία σε άτομα με τα οποία ήδη συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο προσωπικά.

Άρθρο 12
Ο ψυχολόγος έχει την αποκλειστική ευθύνη των ευρημάτων του. Αναφέρει τις μεθόδους και τα εργαλεία πάνω στα οποία στηρίζει τα ευρήματά του, και τα οποία παρουσιάζει ανάλογα με τους αιτούντες, με τρόπο ώστε να διαφυλάσσει το επαγγελματικό απόρρητο.  Οι ενδιαφερόμενοι έχουν το δικαίωμα να εξασφαλίσουν μια ψυχολογική έκθεση κατανοητή των εκτιμήσεων που τους αφορούν, ανεξάρτητα από του ποίοι είναι οι παραλήπτες.  Όταν ο ψυχολόγος παρουσιάζει τα συμπεράσματά του σε τρίτα άτομα, απαντά μόνο στα ερωτήματα που του υποβάλλονται, χωρίς να παραθέτει ψυχολογικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τα συμπεράσματά του, παρά μόνο εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Άρθρο 13
Ο ψυχολόγος δεν μπορεί να επικαλείται το λειτούργημά  του για να υποστηρίξει μια παράνομη πράξη, και το ότι είναι εγγεγραμμένος Επαγγελματίας Ψυχολόγος  δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωσή του να τηρεί τους νόμους του Κράτους.  Ο ψυχολόγος υποχρεώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού κώδικα σχετικά με την παροχή βοήθειας σε άτομο που κινδυνεύει, να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές που επιλαμβάνονται την εφαρμογή του νόμου, οποιαδήποτε περίπτωση που γνωρίζει ότι μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ακεραιότητα ατόμων.  Στις ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες δίνονται στον ψυχολόγο πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, υποδεικνύοντάς του συνθήκες ικανές να προσβάλουν την ψυχική ή σωματική ακεραιότητα είτε του ατόμου που τον επισκέπτεται είτε ενός τρίτου ατόμου, ο ψυχολόγος αξιολογεί με κάθε ειλικρίνεια τη στάση που θα τηρήσει, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις διατάξεις του νόμου σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και τις διατάξεις του νόμου σχετικά με την παροχή βοήθειας σε άτομο που κινδυνεύει. Ο ψυχολόγος μπορεί να αποσαφηνίσει την απόφασή του συμβουλευόμενος έμπειρους συναδέλφους του.

 Άρθρο 14
Τα έγγραφα που απορρέουν από ένα ψυχολόγο ( πιστοποιητικά, εκτιμήσεις, αλληλογραφία, βεβαιώσεις, κλπ ), φέρουν το όνομά του, το επάγγελμά του, την επαγγελματική του διεύθυνση, την υπογραφή του και την ακριβή ένδειξη του παραλήπτη.  Ο ψυχολόγος δεν επιτρέπει σε άλλους, εκτός από τον ίδιο, να μετατρέπουν, να υπογράφουν ή να ακυρώνουν τα έγγραφα που προέρχονται από την επαγγελματική του δραστηριότητα. Ο ψυχολόγος δεν επιτρέπει οι εκθέσεις του να μεταβιβάζονται στον οποιοδήποτε χωρίς τη σαφή συγκατάθεσή του και ενεργεί έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας του.

Άρθρο 15
Ο ψυχολόγος διαθέτει στο χώρο εργασίας του: πρέπουσες εγκαταστάσεις, κατάλληλους χώρους που του επιτρέπουν να διαφυλάσσει το επαγγελματικό απόρρητο, και ικανοποιητικά τεχνικά μέσα που σχετίζονται με τη φύση των επαγγελματικών του πράξεων και των ατόμων που τον επισκέπτονται.

Άρθρο 16
Στην περίπτωση που ο ψυχολόγος κωλύεται στη συνέχιση των παρεμβάσεών του, παίρνει τα ενδεικνυόμενα μέτρα, ώστε τη συνέχεια της επαγγελματικής του δραστηριότητας να την αναλάβει κάποιος συνάδελφός του, μόνο με τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων ατόμων και μόνο με την προϋπόθεση ότι η νέα αυτή παρέμβαση είναι η ενδεδειγμένη και η δεοντολογικά σωστή.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3:
ΤΑ ΤΕΧΝΙΚΑ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ  ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ  ΑΣΚΗΣΗΣ 

Άρθρο 17
Η πρακτική του ψυχολόγου δεν περιορίζεται στις μεθόδους και τεχνικές που αυτός εφαρμόζει, αλλά επεκτείνεται στην κριτική και στην προοπτική θεωρητικής εξέλιξης αυτών των τεχνικών.

Άρθρο 18
Οι τεχνικές που εφαρμόζει ο ψυχολόγος για την εκτίμηση - για σκοπούς άμεσης  διάγνωσης ή επαγγελματικού προσανατολισμού ή στρατολόγησης προσωπικού -  οφείλουν να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες.

Άρθρο 19
Ο ψυχολόγος οφείλει να γνωρίζει, ότι οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει όπως  και οι ερμηνείες του, είναι σχετικές. Δεν καταλήγει σε περιοριστικά ή οριστικά συμπεράσματα, σε ότι αφορά τις δεξιότητες ή την προσωπικότητα των ατόμων, ιδίως στις περιπτώσεις που τα συμπεράσματά του μπορεί να επηρεάσουν άμεσα τη μέλλουσα ύπαρξη των ατόμων.

Άρθρο 20
Ο ψυχολόγος γνωρίζει τον περί προσωπικών δεδομένων Νόμο και των διατάξεων αυτού. Κατά συνέπεια, συλλέγει, επεξεργάζεται, ταξινομεί, αρχειοθετεί και διατηρεί τις πληροφορίες και τα δεδομένα που σχετίζονται με τις δραστηριότητες τού λειτουργήματός του, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων, όταν χρησιμοποιούνται για σκοπούς διδασκαλίας, έρευνας, δημοσίευσης ή διάλεξης, γίνεται οπωσδήποτε μέσα από το σεβασμό της απόλυτης ανωνυμίας, μέσα από την κατάργηση οποιουδήποτε στοιχείου ικανού να αποκαλύψει, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτότητα των ενδιαφερόμενων ατόμων και είναι πάντα σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου που αφορούν τη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων ενός ατόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4:
ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΤΟΥ  

 Άρθρο 21
Ο ψυχολόγος στηρίζει τους συναδέλφους του στην άσκηση του επαγγέλματός τους, καθώς επίσης στην εφαρμογή και προάσπιση του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας. Ανταποκρίνεται στα αιτήματά τους για παροχή συμβουλών και τους βοηθά στις περιπτώσεις πιθανών δυσκολιών, συμβάλλοντας κυρίως στην επίλυση δεοντολογικών προβλημάτων.

Άρθρο 22
Ο ψυχολόγος σέβεται τις αντιλήψεις των συναδέλφων του και τις τεχνικές που εφαρμόζουν, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται του παρόντος Κώδικα Δεοντολογίας, χωρίς αυτό να αποκλείει την εμπεριστατωμένη κριτική.

Άρθρο 23
Ο ψυχολόγος δεν συναγωνίζεται κατά τρόπο αθέμιτο τους συναδέλφους του και παραπέμπει σε αυτούς εάν κρίνει ότι είναι περισσότερο καταρτισμένοι σχετικά με κάποιο αίτημα.

Άρθρο 24
Όταν ο ψυχολόγος αναλαμβάνει μια αποστολή, είτε ως ειδικός σύμβουλος είτε ως ειδικός εμπειρογνώμονας, έναντι των συναδέλφων του ή των ιδρυμάτων, την εκπληρώνει μέσα από το σεβασμό που επιβάλλει η δεοντολογία.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5:
Ο ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ  ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Άρθρο 25
Ο ψυχολόγος έχει την ευθύνη της προώθησης της  ψυχολογίας έναντι του κοινού και των μέσων ενημέρωσης. Παρουσιάζει την ψυχολογία και τις εφαρμογές της σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματος. Κάνει χρήση του δικαιώματός του να διορθώνει, συμβάλλοντας έτσι στη σοβαρή ενημέρωση του κοινού ως προς τις πληροφορίες που του δίδονται.

Άρθρο 26
Ο ψυχολόγος δεν επεισέρχεται στις λεπτομέρειες των ψυχολογικών μεθόδων και τεχνικών που παρουσιάζει στο κοινό και το ενημερώνει για τους δυνητικούς κινδύνους της ανεξέλεγκτης χρήσης των μεθόδων και τεχνικών αυτών.

ΤΙΤΛΟΣ 3
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:
ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 

Άρθρο 27
Η διδασκαλία της ψυχολογίας, που απευθύνεται στους μέλλοντες ψυχολόγους, σέβεται τους κανόνες δεοντολογίας του παρόντος Κώδικα. Συνεπώς, το κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα: -    διανέμει τον Κώδικα Δεοντολογίας των ψυχολόγων στους φοιτητές με το ξεκίνημα των σπουδών τους, -    εξασφαλίζει συνθήκες τέτοιες που επιτρέπουν στους φοιτητές να αναπτύξουν τη σκέψη τους γύρω από θέματα ηθικής που άπτονται των διάφορων τεχνικών: όπως της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης, της πρακτικής άσκησης του επαγγέλματος και της έρευνας.

Άρθρο 28
Η διδασκαλία παρουσιάζει, μέσα από μια κριτική αντιπαράθεση και μια διαδικασία προοπτικής εξέλιξης, τα διάφορα πεδία μελέτης της ψυχολογίας, καθώς επίσης την ποικιλία των θεωρητικών πλαισίων, των μεθόδων και πρακτικών που υπάρχουν.

Άρθρο 29
Η διδασκαλία της ψυχολογίας συμπεριλαμβάνει, επιπλέον, γνωστικά αντικείμενα που συμβάλλουν στην κατανόηση του ανθρώπου και στο σεβασμό  των δικαιωμάτων του, προετοιμάζοντας έτσι τους φοιτητές να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα που άπτονται της μέλλουσας άσκησής τους, μέσα από το σεβασμό των διαθέσιμων γνώσεων και των ηθικών αξιών.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:
Η  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ  ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Άρθρο 30
Ο ψυχολόγος που διδάσκει την ψυχολογία δε μετέχει σε εκπαίδευση που δεν εγγυάται με σοβαρότητα τη χρήση των απαραίτητων μέσων και την κατάληξη σε συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους.  Η διδασκαλία της ψυχολογίας που απευθύνεται σε ψυχολόγους στα πλαίσια της συνεχούς επιμόρφωσης, δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο άτομα που είναι εγγεγραμμένα Επαγγελματίες Ψυχολόγοι .   Η διδασκαλία της ψυχολογίας που απευθύνεται στην επιμόρφωση επαγγελματιών μη ψυχολόγων, τηρεί τους ίδιους κανόνες δεοντολογίας των άρθρων 27, 28 και 32 του παρόντος Κώδικα.

Άρθρο 31
Ο ψυχολόγος που διδάσκει την ψυχολογία φροντίζει, ώστε οι μέθοδοι διδασκαλίας του, όπως και οι απαιτήσεις του Πανεπιστημίου (ερευνητικές εργασίες, πρακτική εξάσκηση, επιλογή φοιτητών κτλ.), να είναι σύμφωνες με την επαγγελματική του δεοντολογία. Τις πληροφορίες ιδιωτικού χαρακτήρα που λαμβάνει από τους φοιτητές του, μέσα στα πλαίσια της διδασκαλίας ή της επιμόρφωσης ή της πρακτικής εξάσκησης, ο ψυχολόγος τις επεξεργάζεται σύμφωνα με τα άρθρα εκείνα που αφορούν στο σεβασμό του ατόμου του παρόντος Κώδικα.

Άρθρο 32
Εμπεδώνεται στους φοιτητές μέσα από τη διδασκαλία: (α) ότι οι ψυχολογικές διαδικασίες που αφορούν στην εκτίμηση ατόμων και ομάδων απαιτούν τη μέγιστη επιστημονική ακρίβεια και ηθική αυστηρότητα, σε ότι αφορά την επεξεργασία ( σύνεση, επαλήθευση) και τη χρήση ( επαγγελματικό απόρρητο, δικαίωμα επιφύλαξης ) αυτών των διαδικασιών, (β) ότι οι παρουσιάσεις περιστατικών γίνονται μέσα από το σεβασμό, τόσο της ελευθερίας του ατόμου να συναινέσει ή να αρνηθεί, όσο και μέσα από την αξιοπρέπεια και την ευεξία των ατόμων που παρουσιάζονται.

Άρθρο 33
Οι ψυχολόγοι που αναλαμβάνουν την ευθύνη της πρακτικής εξάσκησης, είτε στο πανεπιστήμιο είτε στους επαγγελματικούς χώρους, φροντίζουν, ώστε οι ασκούμενοι ψυχολόγοι να εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, κυρίως εκείνες που αφορούν στην εμπιστευτικότητα, στο επαγγελματικό απόρρητο και στην αβίαστη συγκατάθεση. Αντιτάσσονται στο να εργάζονται οι ασκούμενοι ψυχολόγοι ως επαγγελματίες χωρίς να πληρώνονται. Η αποστολή τους είναι να προσφέρουν επαγγελματική κατάρτιση στους φοιτητές και όχι να παρεμβαίνουν στην προσωπικότητά τους.

Άρθρο 34
Ο ψυχολόγος που διδάσκει την ψυχολογία μέσα από την ιδιότητα του ακαδημαϊκού, δε δέχεται οποιοδήποτε είδος αμοιβής εκ μέρους ενός ατόμου που νόμιμα έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του. Δεν επιβάλλει στους φοιτητές να παρακολουθούν εξωπανεπιστημιακή εκπαίδευση είτε επί πληρωμή είτε όχι, με σκοπό την απόκτηση του διπλώματός τους. Δε μεταχειρίζεται τους φοιτητές του ωσάν να ήταν ασθενείς ή πελάτες του. Δεν τους επιβάλλει να μετέχουν είτε δωρεάν είτε όχι, σε άλλες δραστηριότητές του, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Άρθρο 35
Η αξιολόγηση των κεκτημένων γνώσεων κατά τη διάρκεια της αρχικής εκπαίδευσης των φοιτητών, γίνεται σύμφωνα με τα επίσημα κριτήρια και αφορά τα γνωστικά αντικείμενα που διδάχτηκαν οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο, τις κριτικές ικανότητες και τις ικανότητες αυτογνωσίας  των φοιτητών και απαιτεί από αυτούς την εμπέδωση της ηθικής και των δεοντολογικών κανόνων των ψυχολόγων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.